ταυρικός
From LSJ
ἐπάμεροι· τί δέ τις; τί δ' οὔ τις; σκιᾶς ὄναρ ἄνθρωπος → Neverlasting: What is a somebody? What is a nobody? You are a dream of a shadow | Creatures of a day. What is a someone, what is a no one? Man is the dream of a shade.
English (LSJ)
ταυρική, ταυρικόν,
A of oxen, ζεύγη PLille 8.8, PCair.Zen.216.5, PSI4.429.25 (all iii B.C.).
2 neut. ταυρικόν, τό, ox-team for ploughing, PStrassb.32.17 (iii A.D.), PGen.76.6 (iii/iv A.D.), PFay.131.17 (iii/iv A.D.).
German (Pape)
[Seite 1073] zum Stier gehörig, Sp.
Greek Monolingual
-ή, -ό / ταυρικός, -ή, -όν, ΝΑ ταῦρος
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ταύρο
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ταυρικόν
ζεύγος βοδιών που χρησιμοποιούσαν για την καλλιέργεια της γης.