σαρδών: Difference between revisions

From LSJ

Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)

Menander, Monostichoi, 135
(11)
 
mNo edit summary
 
(13 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=sardon
|Transliteration C=sardon
|Beta Code=sardw/n
|Beta Code=sardw/n
|Definition=όνος, ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">the rope sustaining the upper edge of a hunting-net</b>, <span class="bibl">Poll.5.31</span>, Hsch.; cf. <b class="b3">σαρδόνιον</b>.</span>
|Definition=-όνος, ἡ, the [[rope sustaining the upper edge of a hunting-net]], Poll.5.31, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]; cf. [[σαρδόνιον]].
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0862.png Seite 862]] όνος, ἡ, der oberste Rand des stehenden Jagdnetzes, Xen. Cyn. 6, 9, wo Andere [[σαρδόνιον]] schreiben.
}}
{{elru
|elrutext='''σαρδών:''' όνος ὁ Xen. [[varia lectio|v.l.]] = [[σαρδόνιον]].
}}
{{ls
|lstext='''σαρδών''': -όνος, ὁ, τὸ [[σχοινίον]] τὸ συγκρατοῦν τὸ ἄνω [[χεῖλος]] ([[μέρος]], οὔγια) κυνηγετικοῦ δικτύου, Πολυδ. Ε΄, 31, Ἡσύχ.· πρβλ. [[σαρδόνιον]].
}}
{{grml
|mltxt=-όνος, ἡ, Α<br />[[σχοινί]] που συγκρατούσε το [[επάνω]] [[τμήμα]] κυνηγετικού διχτιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τεχνικός όρος άγνωστης ετυμολ.].
}}
}}

Latest revision as of 11:49, 7 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σαρδών Medium diacritics: σαρδών Low diacritics: σαρδών Capitals: ΣΑΡΔΩΝ
Transliteration A: sardṓn Transliteration B: sardōn Transliteration C: sardon Beta Code: sardw/n

English (LSJ)

-όνος, ἡ, the rope sustaining the upper edge of a hunting-net, Poll.5.31, Hsch.; cf. σαρδόνιον.

German (Pape)

[Seite 862] όνος, ἡ, der oberste Rand des stehenden Jagdnetzes, Xen. Cyn. 6, 9, wo Andere σαρδόνιον schreiben.

Russian (Dvoretsky)

σαρδών: όνος ὁ Xen. v.l. = σαρδόνιον.

Greek (Liddell-Scott)

σαρδών: -όνος, ὁ, τὸ σχοινίον τὸ συγκρατοῦν τὸ ἄνω χεῖλος (μέρος, οὔγια) κυνηγετικοῦ δικτύου, Πολυδ. Ε΄, 31, Ἡσύχ.· πρβλ. σαρδόνιον.

Greek Monolingual

-όνος, ἡ, Α
σχοινί που συγκρατούσε το επάνω τμήμα κυνηγετικού διχτιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος άγνωστης ετυμολ.].