δυσαπόσπαστος: Difference between revisions
ἀσμένῳ δέ σοι ἡ ποικιλείμων νὺξ ἀποκρύψει φάος → glad wilt thou be when night, arrayed in spangled garb, shuts out the light
(9) |
Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=dysapospastos | |Transliteration C=dysapospastos | ||
|Beta Code=dusapo/spastos | |Beta Code=dusapo/spastos | ||
|Definition= | |Definition=δυσαπόσπαστον,<br><span class="bld">A</span> [[hard to tear away]], Posidon.15 J., [[Secundus|Secund.]]''[[Sententiae|Sent.]]''10, Dsc.3.14. Adv. [[δυσαποσπάστως]], ἔχειν Pl.''Ax.''365b, Aristeas 123, [[Diodorus Siculus|D.S.]]20.51.<br><span class="bld">II</span> [[from which it is hard to tear oneself away]], Ph.2.11, 14; κάλλος Charito 5.8. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[difícil de arrancar]] τι δ. un pedazo del que es difícil arrancar la carne</i>, Posidon.67.9, τρίχωμα <i>PLugd.Bat</i>.25.16.4 (IV d.C.), πτύελα Steph.<i>in Hp.Progn</i>.206.2<br /><b class="num">•</b>fig. [[δύναμις]] Ph.2.11, κτῆμα dicho de la pobreza, Secund.<i>Sent</i>.17<br /><b class="num">•</b>c. gen. τῶν πετρῶν del pulpo, Plu.<i>Vit.Hom</i>.2.88.<br /><b class="num">2</b> [[de lo que es difícil arrancarse]] κάλλος Charito 5.8.7.<br /><b class="num">II</b> adv. -ως<br /><b class="num">1</b> [[en forma difícil de arrancar]] δ. δράξασθαι Eust.143.2.<br /><b class="num">2</b> [[en forma difícil de arrancarse o separarse]] c. ἔχειν: τῶν ἐμβόλων δ. ἐχόντων [[Diodorus Siculus|D.S.]]20.51<br /><b class="num">•</b>esp. [[ser difícil resistirse]] Pl.<i>Ax</i>.365b, Aristeas 123, Aesop.70.1, Gr.Nyss.<i>Hom.in Eccl</i>.418.12. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 18: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δυσαπόσπαστος''': -ον, δυσκόλως ἀποσπώμενος, Ποσειδών. παρ᾿ Ἀθην. 152Α, Φίλων 2, 11. 14. Παῦλ. Αἰγ. 144, 6. κτλ. ‒ Ἐπίρρ. δυσαποσπάστως ἔχειν Πλάτ. Ἀξ. 365Β, Διόδ. 20. 51. ΙΙ. ἀφ᾿ οὗ εἶνε ἀδύνατον νὰ ἀποσπάσῃ τις ἑαυτόν, [[κάλλος]] Χαρίτων 5. 8. | |lstext='''δυσαπόσπαστος''': -ον, δυσκόλως ἀποσπώμενος, Ποσειδών. παρ᾿ Ἀθην. 152Α, Φίλων 2, 11. 14. Παῦλ. Αἰγ. 144, 6. κτλ. ‒ Ἐπίρρ. δυσαποσπάστως ἔχειν Πλάτ. Ἀξ. 365Β, Διόδ. 20. 51. ΙΙ. ἀφ᾿ οὗ εἶνε ἀδύνατον νὰ ἀποσπάσῃ τις ἑαυτόν, [[κάλλος]] Χαρίτων 5. 8. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[δυσαπόσπαστος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός από τον οποίο δύσκολα αποσπάται ή διαχωρίζεται [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] από τον οποίο δύσκολα αποσπάται ή απομακρύνεται [[κάποιος]] («δυσαπόσπαστον [[κάλλος]]»). | |mltxt=[[δυσαπόσπαστος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός από τον οποίο δύσκολα αποσπάται ή διαχωρίζεται [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] από τον οποίο δύσκολα αποσπάται ή απομακρύνεται [[κάποιος]] («δυσαπόσπαστον [[κάλλος]]»). | ||
}} | }} |
Latest revision as of 22:52, 12 November 2024
English (LSJ)
δυσαπόσπαστον,
A hard to tear away, Posidon.15 J., Secund.Sent.10, Dsc.3.14. Adv. δυσαποσπάστως, ἔχειν Pl.Ax.365b, Aristeas 123, D.S.20.51.
II from which it is hard to tear oneself away, Ph.2.11, 14; κάλλος Charito 5.8.
Spanish (DGE)
-ον
I 1difícil de arrancar τι δ. un pedazo del que es difícil arrancar la carne, Posidon.67.9, τρίχωμα PLugd.Bat.25.16.4 (IV d.C.), πτύελα Steph.in Hp.Progn.206.2
•fig. δύναμις Ph.2.11, κτῆμα dicho de la pobreza, Secund.Sent.17
•c. gen. τῶν πετρῶν del pulpo, Plu.Vit.Hom.2.88.
2 de lo que es difícil arrancarse κάλλος Charito 5.8.7.
II adv. -ως
1 en forma difícil de arrancar δ. δράξασθαι Eust.143.2.
2 en forma difícil de arrancarse o separarse c. ἔχειν: τῶν ἐμβόλων δ. ἐχόντων D.S.20.51
•esp. ser difícil resistirse Pl.Ax.365b, Aristeas 123, Aesop.70.1, Gr.Nyss.Hom.in Eccl.418.12.
German (Pape)
[Seite 676] 1) schwer abzureißen; Posid. bei Ath. IV, 152 a; δυσαποσπάστως ἔχειν, Plat. Ax. 365 b; Iambl. V. P. 5. – 2) wovon man sich schwer losreißt, Charit. 5, 8.
Greek (Liddell-Scott)
δυσαπόσπαστος: -ον, δυσκόλως ἀποσπώμενος, Ποσειδών. παρ᾿ Ἀθην. 152Α, Φίλων 2, 11. 14. Παῦλ. Αἰγ. 144, 6. κτλ. ‒ Ἐπίρρ. δυσαποσπάστως ἔχειν Πλάτ. Ἀξ. 365Β, Διόδ. 20. 51. ΙΙ. ἀφ᾿ οὗ εἶνε ἀδύνατον νὰ ἀποσπάσῃ τις ἑαυτόν, κάλλος Χαρίτων 5. 8.
Greek Monolingual
δυσαπόσπαστος, -ον (Α)
1. αυτός από τον οποίο δύσκολα αποσπάται ή διαχωρίζεται κάτι
2. εκείνος από τον οποίο δύσκολα αποσπάται ή απομακρύνεται κάποιος («δυσαπόσπαστον κάλλος»).