διαυθεντέω: Difference between revisions

From LSJ

Μετὰ τὴν δόσιν τάχιστα γηράσκει χάρις → Post munera cito consenescit gratia → Gleich nach der Gabe altert äußerst schnell der Dank

Menander, Monostichoi, 347
m (LSJ1 replacement)
mNo edit summary
 
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0609.png Seite 609]] zuverlässig behaupten, Sext. Emp. adv. math. 7, 425.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0609.png Seite 609]] [[zuverlässig behaupten]], Sext. Emp. adv. math. 7, 425.
}}
{{elru
|elrutext='''διαυθεντέω:''' [[с уверенностью утверждать]] Sext.
}}
{{grml
|mltxt=διαυθεντῶ ([[διαυθεντέω]]) (Α)<br /><b>1.</b> [[βεβαιώνω]] με [[ασφάλεια]], [[είμαι]] καλά πληροφορημένος («τὸ δ' εἰ ταῖς αληθείαις τοιοῦτον ἐστιν... μὴ ἔχειν ἡμᾶς διαυθεντεῖν», Σέξτ. Εμπ., <i>Προς Μαθηματικούς</i>)<br /><b>2.</b> (με γεν.) [[είμαι]] [[κύριος]], [[δεσπόζω]] («διδάσκειν δὲ γυναικὶ οὐκ [[ἐπιτρέπω]], οὐδὲ διαυθεντεῖν τοῦ ἀνδρὸς» <b>Ιω. Χρυσ.</b>).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''διαυθεντέω''': βεβαιῶ ασφαλῶς, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 7.425.<br />2) μετὰ γεν., ἄρχω. δεσπόζω, Ἰω. Χρυσόστ. 9. 778Ε (Migne).
|lstext='''διαυθεντέω''': βεβαιῶ ασφαλῶς, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 7.425.<br />2) μετὰ γεν., ἄρχω. δεσπόζω, Ἰω. Χρυσόστ. 9. 778Ε (Migne).
}}
{{elru
|elrutext='''διαυθεντέω:''' [[с уверенностью утверждать]] Sext.
}}
}}

Latest revision as of 18:58, 15 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαυθεντέω Medium diacritics: διαυθεντέω Low diacritics: διαυθεντέω Capitals: ΔΙΑΥΘΕΝΤΕΩ
Transliteration A: diauthentéō Transliteration B: diauthenteō Transliteration C: diafthenteo Beta Code: diauqente/w

English (LSJ)

to be certainly informed, S.E.M.7.425.

Spanish (DGE)

1 afirmar con autoridad, afirmar con certeza τὸ δ' εἰ ταῖς ἀληθείαις τοιοῦτόν ἐστι οἷον καὶ φαίνεται ... μὴ ἔχειν ἡμᾶς διαυθεντεῖν S.E.M.7.425.
2 c. gen. tener autoridad sobre γυναιξὶ οὐκ ἐπιτρέπω ... διαυθεντεῖν τοῦ ἀνδρός Chrys.M.60.698.

German (Pape)

[Seite 609] zuverlässig behaupten, Sext. Emp. adv. math. 7, 425.

Russian (Dvoretsky)

διαυθεντέω: с уверенностью утверждать Sext.

Greek Monolingual

διαυθεντῶ (διαυθεντέω) (Α)
1. βεβαιώνω με ασφάλεια, είμαι καλά πληροφορημένος («τὸ δ' εἰ ταῖς αληθείαις τοιοῦτον ἐστιν... μὴ ἔχειν ἡμᾶς διαυθεντεῖν», Σέξτ. Εμπ., Προς Μαθηματικούς)
2. (με γεν.) είμαι κύριος, δεσπόζω («διδάσκειν δὲ γυναικὶ οὐκ ἐπιτρέπω, οὐδὲ διαυθεντεῖν τοῦ ἀνδρὸς» Ιω. Χρυσ.).

Greek (Liddell-Scott)

διαυθεντέω: βεβαιῶ ασφαλῶς, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 7.425.
2) μετὰ γεν., ἄρχω. δεσπόζω, Ἰω. Χρυσόστ. 9. 778Ε (Migne).