περιπτωτικός: Difference between revisions

From LSJ

Ἡ δ' ἁρπαγὴ μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Vitiorum hominibus pessimum est rapacitas → Der Menschen schlimmstes Laster ist die Gier nach Raub

Menander, Monostichoi, 212
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
mNo edit summary
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=periptotikos
|Transliteration C=periptotikos
|Beta Code=periptwtiko/s
|Beta Code=periptwtiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[falling into that which one seeks to avoid]], Epicureiap. Plu.2.420d, <span class="bibl">Arr.<span class="title">Epict.</span>3.6.6</span>, etc.; τῷ κακῷ <span class="bibl">M.Ant. 10.7</span>. Adv. -κῶς <span class="bibl">Arr.<span class="title">Epict.</span>4.10.6</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> [[accidental]], π. εἶδος ἐμπειρίας Gal.<span class="title">Sect. Intr.</span>2. Adv. -κῶς <span class="bibl">S.E.<span class="title">M.</span>1.25</span>.</span>
|Definition=περιπτωτική, περιπτωτικόν,<br><span class="bld">A</span> [[falling into that which one seeks to avoid]], Epicureiap. Plu.2.420d, Arr.''Epict.''3.6.6, etc.; τῷ κακῷ M.Ant. 10.7. Adv. [[περιπτωτικῶς]] Arr.''Epict.''4.10.6.<br><span class="bld">II</span> [[accidental]], περιπτωτικὸν εἶδος ἐμπειρίας Gal.''Sect. Intr.''2. Adv. [[περιπτωτικῶς]] = [[stumbling]], [[accidentally]], [[fortuitously]], S.E.''M.''1.25.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0589.png Seite 589]] ή, όν, zufällig, dem Zufall ausgesetzt; hineinfallend, hineingerathend in Etwas, Plut. u. a. Sp. – Adv., S. Emp. adv. math. 25 u. oft.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0589.png Seite 589]] ή, όν, [[zufällig]], [[dem Zufall ausgesetzt]]; [[hineinfallend]], [[hineingeratend in Etwas]], Plut. u. a. Sp. – Adv., S. Emp. adv. math. 25 u. oft.
}}
{{bailly
|btext=η, ον :<br /><b>1</b> [[exposé aux accidents de la vie]];<br /><b>2</b> qui tombe dans, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[περιπίπτω]].
}}
{{elru
|elrutext='''περιπτωτικός:''' досл. [[падающий]], перен. [[попадающий]] (τινι Plut.): π. [[ἐνάργεια]] Sext. бросающаяся в глаза очевидность.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''περιπτωτικός''': -ή, -όν, ὁ ἐμπίπτων εἰς ἐκεῖνο [[ὅπερ]] τις ἐπιθυμεῖ νὰ ἀποφύγῃ, Ἐπίκουρ. παρὰ Πλουτ. 2. 420D, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 6, 6, κτλ.· ἐπίρρ. -κῶς, [[αὐτόθι]] 4. 10, 6. ΙΙ. ὁ κατὰ σύμπτωσιν, [[τυχαῖος]], Γαλην.· ― -κῶς, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 25.
|lstext='''περιπτωτικός''': -ή, -όν, ὁ ἐμπίπτων εἰς ἐκεῖνο [[ὅπερ]] τις ἐπιθυμεῖ νὰ ἀποφύγῃ, Ἐπίκουρ. παρὰ Πλουτ. 2. 420D, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 6, 6, κτλ.· ἐπίρρ. -κῶς, [[αὐτόθι]] 4. 10, 6. ΙΙ. ὁ κατὰ σύμπτωσιν, [[τυχαῖος]], Γαλην.· ― -κῶς, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 25.
}}
{{bailly
|btext=η, ον :<br /><b>1</b> exposé aux accidents de la vie;<br /><b>2</b> qui tombe dans, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[περιπίπτω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α [[περιπίπτω]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[περίπτωση]]<br /><b>2.</b> αυτός που συμβαίνει [[κατά]] [[τύχη]], [[τυχαίος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>περιπτωτικῶς</i> Α<br /><b>1.</b> με περιπτωτικό τρόπο, σε [[εξάρτηση]] από τυχαίο [[γεγονός]]<br /><b>2.</b> τυχαία.
|mltxt=-ή, -όν, Α [[περιπίπτω]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[περίπτωση]]<br /><b>2.</b> αυτός που συμβαίνει [[κατά]] [[τύχη]], [[τυχαίος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>περιπτωτικῶς</i> Α<br /><b>1.</b> με περιπτωτικό τρόπο, σε [[εξάρτηση]] από τυχαίο [[γεγονός]]<br /><b>2.</b> τυχαία.
}}
{{elru
|elrutext='''περιπτωτικός:''' досл. падающий, перен. попадающий (τινι Plut.): π. [[ἐνάργεια]] Sext. бросающаяся в глаза очевидность.
}}
}}

Latest revision as of 07:45, 12 December 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιπτωτικός Medium diacritics: περιπτωτικός Low diacritics: περιπτωτικός Capitals: ΠΕΡΙΠΤΩΤΙΚΟΣ
Transliteration A: periptōtikós Transliteration B: periptōtikos Transliteration C: periptotikos Beta Code: periptwtiko/s

English (LSJ)

περιπτωτική, περιπτωτικόν,
A falling into that which one seeks to avoid, Epicureiap. Plu.2.420d, Arr.Epict.3.6.6, etc.; τῷ κακῷ M.Ant. 10.7. Adv. περιπτωτικῶς Arr.Epict.4.10.6.
II accidental, περιπτωτικὸν εἶδος ἐμπειρίας Gal.Sect. Intr.2. Adv. περιπτωτικῶς = stumbling, accidentally, fortuitously, S.E.M.1.25.

German (Pape)

[Seite 589] ή, όν, zufällig, dem Zufall ausgesetzt; hineinfallend, hineingeratend in Etwas, Plut. u. a. Sp. – Adv., S. Emp. adv. math. 25 u. oft.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
1 exposé aux accidents de la vie;
2 qui tombe dans, τινι.
Étymologie: περιπίπτω.

Russian (Dvoretsky)

περιπτωτικός: досл. падающий, перен. попадающий (τινι Plut.): π. ἐνάργεια Sext. бросающаяся в глаза очевидность.

Greek (Liddell-Scott)

περιπτωτικός: -ή, -όν, ὁ ἐμπίπτων εἰς ἐκεῖνο ὅπερ τις ἐπιθυμεῖ νὰ ἀποφύγῃ, Ἐπίκουρ. παρὰ Πλουτ. 2. 420D, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 6, 6, κτλ.· ἐπίρρ. -κῶς, αὐτόθι 4. 10, 6. ΙΙ. ὁ κατὰ σύμπτωσιν, τυχαῖος, Γαλην.· ― -κῶς, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 25.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α περιπίπτω
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην περίπτωση
2. αυτός που συμβαίνει κατά τύχη, τυχαίος.
επίρρ...
περιπτωτικῶς Α
1. με περιπτωτικό τρόπο, σε εξάρτηση από τυχαίο γεγονός
2. τυχαία.