καλπάζω: Difference between revisions

From LSJ

πρὸ τελευτῆς μὴ μακάριζε μηδένα, καὶ ἐν τέκνοις αὐτοῦ γνωσθήσεται ἀνήρ → Count no man blessed before his end; a man will be recognized in his offspring. (Ecclesiasticus 11:28)

Source
(c1)
(6_1)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1314.png Seite 1314]] traben, vom Pferde, VLL. Vgl. [[παρακαλπάζω]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1314.png Seite 1314]] traben, vom Pferde, VLL. Vgl. [[παρακαλπάζω]].
}}
{{ls
|lstext='''καλπάζω''': ([[κάλπη]]) ἐπὶ ἵππου, [[τρέχω]] σκιρτῶν, [[τρέχω]] πηδητικῶς, Ἱππιατρ. σ. 120, 128· ― κατὰ Σουΐδ.: «καλπάζειν, τὸ ἁβρῶς βαδίζειν»· Ἀκύλ. Παλ. Διαθ., ἴδε Field Ἑξαπλ. (Ἰερ. Η΄, 6)· ― καλπασμός, οῦ, ὁ, τὸ τρέχειν πηδητικῶς, ὁ ἐν ἀναβολῇ καλπασμὸς Φιλούμενος παρ’ Ὀρειβάσ. σ. 66 Mai.
}}
}}

Revision as of 09:10, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καλπάζω Medium diacritics: καλπάζω Low diacritics: καλπάζω Capitals: ΚΑΛΠΑΖΩ
Transliteration A: kalpázō Transliteration B: kalpazō Transliteration C: kalpazo Beta Code: kalpa/zw

English (LSJ)

(κάλπη A)

   A trot, of a horse, A.Fr.145 A, Aq.Je.8.6, Suid.

German (Pape)

[Seite 1314] traben, vom Pferde, VLL. Vgl. παρακαλπάζω.

Greek (Liddell-Scott)

καλπάζω: (κάλπη) ἐπὶ ἵππου, τρέχω σκιρτῶν, τρέχω πηδητικῶς, Ἱππιατρ. σ. 120, 128· ― κατὰ Σουΐδ.: «καλπάζειν, τὸ ἁβρῶς βαδίζειν»· Ἀκύλ. Παλ. Διαθ., ἴδε Field Ἑξαπλ. (Ἰερ. Η΄, 6)· ― καλπασμός, οῦ, ὁ, τὸ τρέχειν πηδητικῶς, ὁ ἐν ἀναβολῇ καλπασμὸς Φιλούμενος παρ’ Ὀρειβάσ. σ. 66 Mai.