κλάσις: Difference between revisions
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
(13_3) |
(6_4) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1446.png Seite 1446]] ἡ, das Zerbrechen, der Bruch; Plat. Tim. 43 d; LXX u. a. Sp.; ἀμπέλων, das Abbrechen der Blätter u. Ranken des Weinstocks, Theophr. – Auch von der Stimme, Philo. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1446.png Seite 1446]] ἡ, das Zerbrechen, der Bruch; Plat. Tim. 43 d; LXX u. a. Sp.; ἀμπέλων, das Abbrechen der Blätter u. Ranken des Weinstocks, Theophr. – Auch von der Stimme, Philo. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''κλάσις''': ᾰ, εως, ἡ, ([[κλάω]]) [[θραῦσις]], «τσάκισμα», «σπάσιμον», Πλάτ. Τίμ. 43D, Ἀριστ. Προβλ. 5. 19, 2· ἡ [[κλάσις]] τῶν [[ἀμπέλων]], ἡ ἀποκοπὴ τῶν φύλλων αὐτῶν, Λατ. pampinatio, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 2. 14, 4, κ. ἀλλ. · ἡ [[κλάσις]] τοῦ ἄρτου Εὐαγγ. κ. Λουκ. κδ΄, 23· πρβλ. [[κλαστήριον]]. 2) [[κλάσμα]], [[τεμάχιον]], Ἑβδ. (Α΄ Βασιλ. Λ΄, 12, πρβλ. Β΄ ΙΑ΄, 21). ΙΙ. παρὰ Φίλωνι, ἡ τροποποίησις, ποικίλη [[στροφή]], [[λύγισμα]] τῆς φωνῆς, 1. 276., 2. 266. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:12, 5 August 2017
English (LSJ)
[ᾰ], εως, ἡ, (κλάω A)
A breaking, fracture, Pl.Ti.43e; ἡ κ. τῶν ἀμπέλων breaking off the shoots and tendrils of vines, Thphr.CP2.14.4 (pl.), cf. 3.7.5, al.; ἡ κ. τοῦ ἄρτου Ev.Luc.24.35. 2 bending of the knee joint, Arist.Pr.882b33; κ. ὄψεων refraction, Alex.Aphr. in Mete. 143.9; τὸ σαμεῖον περὶ ὃ ἁ κ. Archyt. ap. Simp. in Ph.785.25. b κλάσιν λαβεῖν to be deflected, Plot.6.9.8; ὅταν κλάσιν ποιῇ καὶ γωνίαν, of a bandage. Erot.s.v. σκέπαρνος; of the labyrinth of the ear, Gal.UP 8.6. II modulation of the voice, Ph.1.276, 2.266.
German (Pape)
[Seite 1446] ἡ, das Zerbrechen, der Bruch; Plat. Tim. 43 d; LXX u. a. Sp.; ἀμπέλων, das Abbrechen der Blätter u. Ranken des Weinstocks, Theophr. – Auch von der Stimme, Philo.
Greek (Liddell-Scott)
κλάσις: ᾰ, εως, ἡ, (κλάω) θραῦσις, «τσάκισμα», «σπάσιμον», Πλάτ. Τίμ. 43D, Ἀριστ. Προβλ. 5. 19, 2· ἡ κλάσις τῶν ἀμπέλων, ἡ ἀποκοπὴ τῶν φύλλων αὐτῶν, Λατ. pampinatio, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 2. 14, 4, κ. ἀλλ. · ἡ κλάσις τοῦ ἄρτου Εὐαγγ. κ. Λουκ. κδ΄, 23· πρβλ. κλαστήριον. 2) κλάσμα, τεμάχιον, Ἑβδ. (Α΄ Βασιλ. Λ΄, 12, πρβλ. Β΄ ΙΑ΄, 21). ΙΙ. παρὰ Φίλωνι, ἡ τροποποίησις, ποικίλη στροφή, λύγισμα τῆς φωνῆς, 1. 276., 2. 266.