Σκυθίζω: Difference between revisions
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
(13_4) |
(6_13a) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0906.png Seite 906]] ein Scythe sein, wie ein Scythe leben, bes. unmäßig wie ein Scythe zechen, Ath. XI, 499 f. Auch = das Haar nach scythischer Sitte beschneiden, es glatt wegscheeren, [[κρᾶτα]] πλόκαμόν τ' ἐσκυθισμένον ξυρῷ, Eur. El. 241. Vgl. [[ἀποσκυθίζω]]. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0906.png Seite 906]] ein Scythe sein, wie ein Scythe leben, bes. unmäßig wie ein Scythe zechen, Ath. XI, 499 f. Auch = das Haar nach scythischer Sitte beschneiden, es glatt wegscheeren, [[κρᾶτα]] πλόκαμόν τ' ἐσκυθισμένον ξυρῷ, Eur. El. 241. Vgl. [[ἀποσκυθίζω]]. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''Σκῠθίζω''': μέλλ. -ίσω, φέρομαι ὡς [[Σκύθης]]· δηλ.,1) [[πίνω]] ἀμέτρως, Ἱερώνυμ. Ρόδ. παρ’ Ἀθην. 499F· πρβλ. [[ἐπισκυθίζω]]. 2) ἐκ τῆς συνηθείας τῶν Σκυθῶν τοῦ νὰ ἀποσπῶσι τὸ δέρμα ἐκ τῶν κεφαλῶν τῶν ἐχθρῶν (Ἡρόδ. 4. 64), κατήντησε νὰ σημαίνῃ [[ξυρίζω]] τὴν κεφαλήν, ἐσκυθισμένος ξυρῷ Εὐρ. Ἠλ. 241· οὕτω, [χαίτην] ἐσκύθιξε, ἔκειρεν αὐτὴν μὲχρι τοῦ δέρματος εἰς [[σημεῖον]] πένθους, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 970. 8· πρβλ. [[ἀποσκυθίζω]], [[χειρόμακτρον]]. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 44. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:17, 5 August 2017
English (LSJ)
A behave like a Scythian, i.e., 1 drink immoderately, Hieronym.Rhod. ap. Ath.11.499f; cf. ἐπισκυθίζω. 2 from the Scythian practice of scalping slain enemies, shave the head, ἐσκυθισμένος ξυρῷ E.El.241; so [χαίτην] ἐσκύθιξε φασγάνῳ cut it off in mourning, Epigr.Gr.790.8 (Achaea): cf. ἀποσκυθίζω. 3 talk Scythian, Him.Or.30.1.
German (Pape)
[Seite 906] ein Scythe sein, wie ein Scythe leben, bes. unmäßig wie ein Scythe zechen, Ath. XI, 499 f. Auch = das Haar nach scythischer Sitte beschneiden, es glatt wegscheeren, κρᾶτα πλόκαμόν τ' ἐσκυθισμένον ξυρῷ, Eur. El. 241. Vgl. ἀποσκυθίζω.
Greek (Liddell-Scott)
Σκῠθίζω: μέλλ. -ίσω, φέρομαι ὡς Σκύθης· δηλ.,1) πίνω ἀμέτρως, Ἱερώνυμ. Ρόδ. παρ’ Ἀθην. 499F· πρβλ. ἐπισκυθίζω. 2) ἐκ τῆς συνηθείας τῶν Σκυθῶν τοῦ νὰ ἀποσπῶσι τὸ δέρμα ἐκ τῶν κεφαλῶν τῶν ἐχθρῶν (Ἡρόδ. 4. 64), κατήντησε νὰ σημαίνῃ ξυρίζω τὴν κεφαλήν, ἐσκυθισμένος ξυρῷ Εὐρ. Ἠλ. 241· οὕτω, [χαίτην] ἐσκύθιξε, ἔκειρεν αὐτὴν μὲχρι τοῦ δέρματος εἰς σημεῖον πένθους, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 970. 8· πρβλ. ἀποσκυθίζω, χειρόμακτρον. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 44.