νεωτερίζω: Difference between revisions
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
(8) |
(6_13b) |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=newteri/zw | |Beta Code=newteri/zw | ||
|Definition=Att.fut. <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> -ιῶ <span class="bibl">Th.4.51</span>: (νεώτερος <span class="bibl">11</span>):—<b class="b2">makeinnovations</b>, περὶ γυμναστικὴν καὶ μουσικήν <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>424b</span>; ἐν ταῖς παιδιαῖς <span class="bibl">Id.<span class="title">Lg.</span>798c</span>; of climatic change, <b class="b3">ν. ἐς τὴν ἀσθένειαν</b> <b class="b2">change</b> [health] into sickness, <span class="bibl">Th.7.87</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> freq. with an implication of violence, <b class="b2">use forcible measures</b>, μὴ σφῶν πέρι ν. μηδέν <span class="bibl">Id.1.58</span>; ἔς τινάς τι ν. <span class="bibl">Id.4.51</span>; ἐς οὐδένα οὐδὲν ἐνεωτέριζον <span class="bibl">Id.2.3</span>, cf. <span class="bibl">X.<span class="title">HG</span>2.1.5</span>, <span class="bibl">D.23.133</span>; ν. περί τινα <span class="bibl">Isoc.<span class="title">Ep.</span>7.9</span>:—also in Med., <b class="b2">take the law into one's own hands</b>, POxy. 237 vi3 (ii A.D.). </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> esp. <b class="b2">attempt political changes, make revolutionary movements</b>, τοῖς ἀτυχοῦσι νεωτερίζειν συμφέρει <span class="bibl">Antipho 2.4.9</span>; ἀπὸ μόνης ν. τῆς ἀσπίδος <span class="bibl">Critias 37</span> D.; πρὸς τοὺς ξυμμάχους νεωτερίζοντας <span class="bibl">Th.1.97</span>, cf. <span class="bibl">102</span>; ν. ἔργῳ <span class="bibl">Id.3.66</span>; νεωτερίζειν ἐβούλετο ἐς τὸ πλῆθος <span class="bibl">Lys.20.16</span>; <b class="b3">τὸ νεωτερίζον</b> the <b class="b2">revolutionary party</b>, J.<span class="title">BJProoem.</span> 2; <b class="b3">νεωτερίσαι τὴν πολιτείαν</b> <b class="b2">revolutionize</b> the state, <span class="bibl">Th.1.115</span>:—Pass., ἐνεωτερίζετο τὰ περὶ τὴν ὀλιγαρχίαν <span class="bibl">Id.8.73</span>, cf. <span class="bibl">4.76</span>.</span> | |Definition=Att.fut. <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> -ιῶ <span class="bibl">Th.4.51</span>: (νεώτερος <span class="bibl">11</span>):—<b class="b2">makeinnovations</b>, περὶ γυμναστικὴν καὶ μουσικήν <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>424b</span>; ἐν ταῖς παιδιαῖς <span class="bibl">Id.<span class="title">Lg.</span>798c</span>; of climatic change, <b class="b3">ν. ἐς τὴν ἀσθένειαν</b> <b class="b2">change</b> [health] into sickness, <span class="bibl">Th.7.87</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> freq. with an implication of violence, <b class="b2">use forcible measures</b>, μὴ σφῶν πέρι ν. μηδέν <span class="bibl">Id.1.58</span>; ἔς τινάς τι ν. <span class="bibl">Id.4.51</span>; ἐς οὐδένα οὐδὲν ἐνεωτέριζον <span class="bibl">Id.2.3</span>, cf. <span class="bibl">X.<span class="title">HG</span>2.1.5</span>, <span class="bibl">D.23.133</span>; ν. περί τινα <span class="bibl">Isoc.<span class="title">Ep.</span>7.9</span>:—also in Med., <b class="b2">take the law into one's own hands</b>, POxy. 237 vi3 (ii A.D.). </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> esp. <b class="b2">attempt political changes, make revolutionary movements</b>, τοῖς ἀτυχοῦσι νεωτερίζειν συμφέρει <span class="bibl">Antipho 2.4.9</span>; ἀπὸ μόνης ν. τῆς ἀσπίδος <span class="bibl">Critias 37</span> D.; πρὸς τοὺς ξυμμάχους νεωτερίζοντας <span class="bibl">Th.1.97</span>, cf. <span class="bibl">102</span>; ν. ἔργῳ <span class="bibl">Id.3.66</span>; νεωτερίζειν ἐβούλετο ἐς τὸ πλῆθος <span class="bibl">Lys.20.16</span>; <b class="b3">τὸ νεωτερίζον</b> the <b class="b2">revolutionary party</b>, J.<span class="title">BJProoem.</span> 2; <b class="b3">νεωτερίσαι τὴν πολιτείαν</b> <b class="b2">revolutionize</b> the state, <span class="bibl">Th.1.115</span>:—Pass., ἐνεωτερίζετο τὰ περὶ τὴν ὀλιγαρχίαν <span class="bibl">Id.8.73</span>, cf. <span class="bibl">4.76</span>.</span> | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''νεωτερίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ιῶ, Θουκ. 4. 51· ([[νεώτερος]] ΙΙ)· ― ἐπιχειρῶ μεταβολάς, νεωτερισμούς, καινοτομῶ, μεταχειρίζομαι βίαια μέτρα, [[συχν]]. μετ’ ἀορ. ἀντωνυμ., μὴ [[σφῷν]] πέρι ν. μηδὲν Θουκ. 1. 58· ἔς τινα ν. τι ὁ αὐτὸς 4. 51· ἐς οὐδένα οὐδὲν ἐνεωτέριζον ὁ αὐτ. 2. 3, πρβλ. Ξεν. Ἑλλ. 2. 1, 5, Δημ. 664. 9· ν. [[περί]] τινα Ἰσοκρ. 423Α· περὶ γυμναστικὴν καὶ μουσικὴν Πλάτ. Ρητ. 424Β· ἐν ταῖς παιδιαῖς ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 798C. 2) μεταβ., καὶ αἱ νύκτες ἐπιγιγνόμεναι [[τοὐναντίον]] μετοπωριναὶ καὶ ψυχραὶ τῇ μεταβολῇ ἐς ἀσθένειαν ἐνεωτέριζον, διὰ τῆς ἀποτόμου μεταβολῆς τῆς θερμοκρασίας ἐπενήργουν ἐπὶ τῶν σωμάτων [[οὕτως]] [[ὥστε]] ἐπέφερον ἀσθένειαν, Θουκ. 7. 87. ΙΙ. ἐπιχειρῶ πολιτικὰς μεταβολάς, [[διεγείρω]] στάσιν, [[στασιάζω]], Λατ. res novas tentare, νεωτερίζειν συμφέρει τοῖς ἀτυχοῦσιν Ἀντιφῶν 120. 12· πρὸς τοὺς συμμάχους νεωτερίζοντας Θουκ. 1. 97, πρβλ. 102· ν. ἔργῳ ὁ αὐτ. 3. 66· νεωτερίζειν ἐβούλετο ἐς τὸ [[πλῆθος]] Λυσ. 159. 26· πρβλ. Θουκ. 4. 51· ν. [[περί]] τι Πλάτ. Πολ. 424Β· ἔν τινι ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 798C τὸ νεωτερίζον, ἡ στασιάζουσα μερὶς τῶν πολιτῶν, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πολ. προοίμ. 2· ν. τὴν πολιτείαν, [[ἐγείρω]] στάσιν ἐν τῇ πολιτείᾳ, Θουκ. 1. 115. ― Παθ., ἐνεωτερίζετο τὰ περὶ τὴν ὀλιγαρχίαν ὁ αὐτ. 8. 73, πρβλ. 4. 76. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:29, 5 August 2017
English (LSJ)
Att.fut.
A -ιῶ Th.4.51: (νεώτερος 11):—makeinnovations, περὶ γυμναστικὴν καὶ μουσικήν Pl.R.424b; ἐν ταῖς παιδιαῖς Id.Lg.798c; of climatic change, ν. ἐς τὴν ἀσθένειαν change [health] into sickness, Th.7.87. 2 freq. with an implication of violence, use forcible measures, μὴ σφῶν πέρι ν. μηδέν Id.1.58; ἔς τινάς τι ν. Id.4.51; ἐς οὐδένα οὐδὲν ἐνεωτέριζον Id.2.3, cf. X.HG2.1.5, D.23.133; ν. περί τινα Isoc.Ep.7.9:—also in Med., take the law into one's own hands, POxy. 237 vi3 (ii A.D.). II esp. attempt political changes, make revolutionary movements, τοῖς ἀτυχοῦσι νεωτερίζειν συμφέρει Antipho 2.4.9; ἀπὸ μόνης ν. τῆς ἀσπίδος Critias 37 D.; πρὸς τοὺς ξυμμάχους νεωτερίζοντας Th.1.97, cf. 102; ν. ἔργῳ Id.3.66; νεωτερίζειν ἐβούλετο ἐς τὸ πλῆθος Lys.20.16; τὸ νεωτερίζον the revolutionary party, J.BJProoem. 2; νεωτερίσαι τὴν πολιτείαν revolutionize the state, Th.1.115:—Pass., ἐνεωτερίζετο τὰ περὶ τὴν ὀλιγαρχίαν Id.8.73, cf. 4.76.
Greek (Liddell-Scott)
νεωτερίζω: μέλλ. Ἀττ. -ιῶ, Θουκ. 4. 51· (νεώτερος ΙΙ)· ― ἐπιχειρῶ μεταβολάς, νεωτερισμούς, καινοτομῶ, μεταχειρίζομαι βίαια μέτρα, συχν. μετ’ ἀορ. ἀντωνυμ., μὴ σφῷν πέρι ν. μηδὲν Θουκ. 1. 58· ἔς τινα ν. τι ὁ αὐτὸς 4. 51· ἐς οὐδένα οὐδὲν ἐνεωτέριζον ὁ αὐτ. 2. 3, πρβλ. Ξεν. Ἑλλ. 2. 1, 5, Δημ. 664. 9· ν. περί τινα Ἰσοκρ. 423Α· περὶ γυμναστικὴν καὶ μουσικὴν Πλάτ. Ρητ. 424Β· ἐν ταῖς παιδιαῖς ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 798C. 2) μεταβ., καὶ αἱ νύκτες ἐπιγιγνόμεναι τοὐναντίον μετοπωριναὶ καὶ ψυχραὶ τῇ μεταβολῇ ἐς ἀσθένειαν ἐνεωτέριζον, διὰ τῆς ἀποτόμου μεταβολῆς τῆς θερμοκρασίας ἐπενήργουν ἐπὶ τῶν σωμάτων οὕτως ὥστε ἐπέφερον ἀσθένειαν, Θουκ. 7. 87. ΙΙ. ἐπιχειρῶ πολιτικὰς μεταβολάς, διεγείρω στάσιν, στασιάζω, Λατ. res novas tentare, νεωτερίζειν συμφέρει τοῖς ἀτυχοῦσιν Ἀντιφῶν 120. 12· πρὸς τοὺς συμμάχους νεωτερίζοντας Θουκ. 1. 97, πρβλ. 102· ν. ἔργῳ ὁ αὐτ. 3. 66· νεωτερίζειν ἐβούλετο ἐς τὸ πλῆθος Λυσ. 159. 26· πρβλ. Θουκ. 4. 51· ν. περί τι Πλάτ. Πολ. 424Β· ἔν τινι ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 798C τὸ νεωτερίζον, ἡ στασιάζουσα μερὶς τῶν πολιτῶν, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πολ. προοίμ. 2· ν. τὴν πολιτείαν, ἐγείρω στάσιν ἐν τῇ πολιτείᾳ, Θουκ. 1. 115. ― Παθ., ἐνεωτερίζετο τὰ περὶ τὴν ὀλιγαρχίαν ὁ αὐτ. 8. 73, πρβλ. 4. 76.