διδυμάων: Difference between revisions

From LSJ

τί νυ τόξον ἔχεις ἀνεμώλιον αὔτως → why bear your bow in vain, why bear thy bow in vain

Source
(13_5)
(6_3)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0616.png Seite 616]] ονος, <b class="b2">Zwillingsbruder</b>; Homer viermal : Iliad. 6, 26 ἡ δ' ὑποκυσαμένη διδυμάονε γείνατο παῖδε, die [[νύμφη]] νηὶς Ἀβαρβαρέη vom Bukolion; 5, 548 ἐκ δὲ Διοκλῆος διδυμάονε παῖδε γενέσθην; 16, 672. 682 ὕπνῳ καὶ θανάτῳ διδυμάοσιν. Vgl. [[δίδυμος]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0616.png Seite 616]] ονος, <b class="b2">Zwillingsbruder</b>; Homer viermal : Iliad. 6, 26 ἡ δ' ὑποκυσαμένη διδυμάονε γείνατο παῖδε, die [[νύμφη]] νηὶς Ἀβαρβαρέη vom Bukolion; 5, 548 ἐκ δὲ Διοκλῆος διδυμάονε παῖδε γενέσθην; 16, 672. 682 ὕπνῳ καὶ θανάτῳ διδυμάοσιν. Vgl. [[δίδυμος]].
}}
{{ls
|lstext='''δῐδῠμάων''': [ᾱ], -ονος, ὁ, ἡ, ποιητ. ἀντὶ [[δίδυμος]], ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. μόνον ἐν τῆ δυϊκ. ὀνομ. καὶ αἰτιατ. καὶ τῇ πληθ. δοτ., δίδυμοι ἀδελφοί, δίδυμοι, Ἰλ. Ε. 548, Ζ. 26, Π. 682. 2) = δύο, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰωάνν. σ. 60 Scheindl.).
}}
}}

Revision as of 09:40, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῐδῠμάων Medium diacritics: διδυμάων Low diacritics: διδυμάων Capitals: ΔΙΔΥΜΑΩΝ
Transliteration A: didymáōn Transliteration B: didymaōn Transliteration C: didymaon Beta Code: diduma/wn

English (LSJ)

[ᾱ], ονος, ὁ, ἡ, poet. for δίδυμος, used by Hom. only in dual nom. and pl. dat.,

   A twins, Il.5.548: later of things, μαζοί Nonn. D.3.390; simply, two, δούρατα ib.23.33: sg., double, κεραίη ib.15.30; βουλή ib.4.179.

German (Pape)

[Seite 616] ονος, Zwillingsbruder; Homer viermal : Iliad. 6, 26 ἡ δ' ὑποκυσαμένη διδυμάονε γείνατο παῖδε, die νύμφη νηὶς Ἀβαρβαρέη vom Bukolion; 5, 548 ἐκ δὲ Διοκλῆος διδυμάονε παῖδε γενέσθην; 16, 672. 682 ὕπνῳ καὶ θανάτῳ διδυμάοσιν. Vgl. δίδυμος.

Greek (Liddell-Scott)

δῐδῠμάων: [ᾱ], -ονος, ὁ, ἡ, ποιητ. ἀντὶ δίδυμος, ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. μόνον ἐν τῆ δυϊκ. ὀνομ. καὶ αἰτιατ. καὶ τῇ πληθ. δοτ., δίδυμοι ἀδελφοί, δίδυμοι, Ἰλ. Ε. 548, Ζ. 26, Π. 682. 2) = δύο, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰωάνν. σ. 60 Scheindl.).