Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ὑπουργέω: Difference between revisions

From LSJ

Κάλλιστα πειρῶ καὶ λέγειν καὶ μανθάνειν → Bonis dicendis et discendis dato operam → Zu sagen Schönstes und zu lernen mühe dich

Menander, Monostichoi, 284
(13_6a)
(6_22)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1238.png Seite 1238]] wie [[ὑπηρετέω]], Einem bei einer Sache Dienste od. Hülfe leisten, behülflich sein, dienen, τινί, Her. 7, 38. 8, 110; τινί τι, z. B. χρηστὰ Ἀθηναίοισι, den Athenern gute Dienste leisten, 8, 143; [[χάριν]] τινί, Aesch. Prom. 638, vgl. Ch. 953; Soph. Phil. 143 Ai. 681 u. öfter, wie Eur.; χεῖρες ὑπουργοῦσιν ἑκάστῳ ἃ διανοούμεθα Antiph. 4 γ 4; Isocr. 1, 31; Thuc. oft; [[ὁτιοῦν]], Plat. Conv. 184 d; ὑπουργεῖν ἑτοίμως Pol. 5, 36, 4; Sp., wie Plut. Rom. 15 u. Luc.; – τὰ ὑπουργημένα, das Einem Geleistete, Her. 9, 109.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1238.png Seite 1238]] wie [[ὑπηρετέω]], Einem bei einer Sache Dienste od. Hülfe leisten, behülflich sein, dienen, τινί, Her. 7, 38. 8, 110; τινί τι, z. B. χρηστὰ Ἀθηναίοισι, den Athenern gute Dienste leisten, 8, 143; [[χάριν]] τινί, Aesch. Prom. 638, vgl. Ch. 953; Soph. Phil. 143 Ai. 681 u. öfter, wie Eur.; χεῖρες ὑπουργοῦσιν ἑκάστῳ ἃ διανοούμεθα Antiph. 4 γ 4; Isocr. 1, 31; Thuc. oft; [[ὁτιοῦν]], Plat. Conv. 184 d; ὑπουργεῖν ἑτοίμως Pol. 5, 36, 4; Sp., wie Plut. Rom. 15 u. Luc.; – τὰ ὑπουργημένα, das Einem Geleistete, Her. 9, 109.
}}
{{ls
|lstext='''ὑπουργέω''': ὡς τὸ [[ὑπηρετέω]], ὑπηρετῶ ἢ βοηθῶ τινα, [[προσφέρω]] ὑπηρεσίας εἴς τινα, σοί βουλόμενος ὑπουργέειν Ἡρόδ. 8. 110· σὸν [[ἔργον]]... ταῖσδ’ ὑπουργῆσαι [[χάριν]] Αἰσχύλ. Πρ. 635, κλπ.· ἔργῳ ὑπ. τινι Θουκ. 6. 88. - Παθ., οἱ ὑπουργούμενοι, οἱ ὑπηρετούμενοι, οἱ βοηθούμενοι, Ἐπίκτ. παρὰ Στοβ. 72. 55. 2) μετ’ αἰτ. πράγματ. χρηστὰ ὑπ. (ἐξυπακ. τοῖς Ἀθηναίοισι), παρέχειν αὐτοῖς καλὴν ὑπηρεσίαν, Ἡρόδ. 8. 143, πρβλ. 7. 38, Σοφ. Ἠλ. 461, Φιλ. 143, Ἀντιφῶν 127. 31, Θουκ. 7. 62· [[οὕτως]], ὑπ. [[χάριν]] τινὶ Αἰσχύλ. Πρ. 635, Εὐρ. Ἄλκ. 842· ἐπὶ γυναικός, ὑπουργεῖν τινι πρὸς [[χάριν]] Ἀναξίλας ἐν «Νεοττίδι» 2. - Παθ., τὰ ὑπουργημένα, αἱ γενόμεναι ὑπηρεσίαι, Ἡρόδ. 9. 109. 3) ἀπολ. Σοφ. Αἴ. 681, Φιλ. 53· τὰ τῆς κοιλίης ὑπ., ἐκτελοῦσι τὰ τῆς λειτουργίας αὐτῶν, Ἱππ. 493. 17. 4) [[μετὰ]] δοτ. πράγμ., βοηθῶ, [[προάγω]], βελτιῶ, τῇ καθάρσει ο αὐτ. 493. 16· πρβλ. Foës Oec. Hipp.
}}
}}

Revision as of 09:41, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπουργέω Medium diacritics: ὑπουργέω Low diacritics: υπουργέω Capitals: ΥΠΟΥΡΓΕΩ
Transliteration A: hypourgéō Transliteration B: hypourgeō Transliteration C: ypourgeo Beta Code: u(pourge/w

English (LSJ)

Ion. ὑποργέω,

   A like ὑπηρετέω, render service or help to one, assist, c. dat., Hdt.8.110, Democr.255, PCair.Zen.176.297 (iii B. C.), etc.; ὑ. τισὶ ἔργῳ Th.6.88:—Pass., μὴ κάμνων ὑπὸ καμνόντων ὑ. receive assistance, Epict.Gnom.Fr.24.    2 c. acc. rei, χρηστὰ ὑ. (sc. τοῖς Ἀθηναίοισι) do them good service, Hdt.8.143, cf. 7.38, S.Aj. 681, El.461, Ph.143 (lyr.), Antipho 4.3.4, Th.7.62; τὰ δίκαια Gorg. Fr.21; ὑ. χάριν τινί A.Pr.635, E.Alc.842; of a woman, τισὶ ὑ. πρὸς χάριν Anaxil.21.2; furnish, βεβαίαν κατάληψιν Aristid.Quint.1.3:— Pass., τὰ ὑποργημένα services done or rendered, Hdt.9.109.    3 abs., S.Ph.53; τὰ τῆς κοιλίης ὑ. do their duty, Hp.Morb.3.15.    4 c. dat. rei, assist or promote, τῇ καθάρσει ibid.

German (Pape)

[Seite 1238] wie ὑπηρετέω, Einem bei einer Sache Dienste od. Hülfe leisten, behülflich sein, dienen, τινί, Her. 7, 38. 8, 110; τινί τι, z. B. χρηστὰ Ἀθηναίοισι, den Athenern gute Dienste leisten, 8, 143; χάριν τινί, Aesch. Prom. 638, vgl. Ch. 953; Soph. Phil. 143 Ai. 681 u. öfter, wie Eur.; χεῖρες ὑπουργοῦσιν ἑκάστῳ ἃ διανοούμεθα Antiph. 4 γ 4; Isocr. 1, 31; Thuc. oft; ὁτιοῦν, Plat. Conv. 184 d; ὑπουργεῖν ἑτοίμως Pol. 5, 36, 4; Sp., wie Plut. Rom. 15 u. Luc.; – τὰ ὑπουργημένα, das Einem Geleistete, Her. 9, 109.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπουργέω: ὡς τὸ ὑπηρετέω, ὑπηρετῶ ἢ βοηθῶ τινα, προσφέρω ὑπηρεσίας εἴς τινα, σοί βουλόμενος ὑπουργέειν Ἡρόδ. 8. 110· σὸν ἔργον... ταῖσδ’ ὑπουργῆσαι χάριν Αἰσχύλ. Πρ. 635, κλπ.· ἔργῳ ὑπ. τινι Θουκ. 6. 88. - Παθ., οἱ ὑπουργούμενοι, οἱ ὑπηρετούμενοι, οἱ βοηθούμενοι, Ἐπίκτ. παρὰ Στοβ. 72. 55. 2) μετ’ αἰτ. πράγματ. χρηστὰ ὑπ. (ἐξυπακ. τοῖς Ἀθηναίοισι), παρέχειν αὐτοῖς καλὴν ὑπηρεσίαν, Ἡρόδ. 8. 143, πρβλ. 7. 38, Σοφ. Ἠλ. 461, Φιλ. 143, Ἀντιφῶν 127. 31, Θουκ. 7. 62· οὕτως, ὑπ. χάριν τινὶ Αἰσχύλ. Πρ. 635, Εὐρ. Ἄλκ. 842· ἐπὶ γυναικός, ὑπουργεῖν τινι πρὸς χάριν Ἀναξίλας ἐν «Νεοττίδι» 2. - Παθ., τὰ ὑπουργημένα, αἱ γενόμεναι ὑπηρεσίαι, Ἡρόδ. 9. 109. 3) ἀπολ. Σοφ. Αἴ. 681, Φιλ. 53· τὰ τῆς κοιλίης ὑπ., ἐκτελοῦσι τὰ τῆς λειτουργίας αὐτῶν, Ἱππ. 493. 17. 4) μετὰ δοτ. πράγμ., βοηθῶ, προάγω, βελτιῶ, τῇ καθάρσει ο αὐτ. 493. 16· πρβλ. Foës Oec. Hipp.