ἐπιστρεπτικός: Difference between revisions

From LSJ

ἀναμαρτήτως ζῆν καὶ τοῖς ἄλλοις ἀλύπωςlive in a manner above reproach and without offence to others

Source
(c1)
(6_11)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0985.png Seite 985]] ή, όν, was bewirkt, daß man in sich geht, sich ändert, Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0985.png Seite 985]] ή, όν, was bewirkt, daß man in sich geht, sich ändert, Sp.
}}
{{ls
|lstext='''ἐπιστρεπτικός''': -ή, -όν, ὁ ἔχων τὴν δύναμιν νὰ κάμῃ τινὰ νὰ συνέλθῃ, Εὐστ. Πονημ. 121. 79. ― Ἐπίρρ. -κῶς, [[ἐπιστροφάδην]], [[αὐτόθι]], 74. 4. 2) ἐπ. πρὸς ἑαυτό, ἱκανὸν νὰ στρέψῃ πρὸς ἑαυτό, Πρόκλ. Στοιχείωσις Θεόλ. 15.
}}
}}

Revision as of 09:42, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιστρεπτικός Medium diacritics: ἐπιστρεπτικός Low diacritics: επιστρεπτικός Capitals: ΕΠΙΣΤΡΕΠΤΙΚΟΣ
Transliteration A: epistreptikós Transliteration B: epistreptikos Transliteration C: epistreptikos Beta Code: e)pistreptiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A reflexive, capable of returning to its source, δύναμις Procl.in Prm. p.607S.; ἐ. πρὸς ἑαυτό Id.Inst.15; κλητικὸν εἰς ἑαυτὸ καὶ ἐ. Herm. in Phdr.p.65A.: Comp., Dam.Pr.77. Adv. -κῶς ib.221:—also as gloss on ἐπιστροφάδην, Eust.1956.49.

German (Pape)

[Seite 985] ή, όν, was bewirkt, daß man in sich geht, sich ändert, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιστρεπτικός: -ή, -όν, ὁ ἔχων τὴν δύναμιν νὰ κάμῃ τινὰ νὰ συνέλθῃ, Εὐστ. Πονημ. 121. 79. ― Ἐπίρρ. -κῶς, ἐπιστροφάδην, αὐτόθι, 74. 4. 2) ἐπ. πρὸς ἑαυτό, ἱκανὸν νὰ στρέψῃ πρὸς ἑαυτό, Πρόκλ. Στοιχείωσις Θεόλ. 15.