δεσποτεία: Difference between revisions

From LSJ

ἀνάγκᾳ δ' οὐδὲ θεοὶ μάχονται → but not even gods fight necessity (Simonides, fr. 37.1.29)

Source
(13_3)
(6_10)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0551.png Seite 551]] ἡ, die unumschränkte Herrschaft, wie sie der Perserkönig hat, dah. βαρβαρική Isocr. 5, 154; Plat. Legg. III, 698 a; Ggstz [[δουλεία]] Parm. 133 e u. Sp., wie Luc. luct. 5.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0551.png Seite 551]] ἡ, die unumschränkte Herrschaft, wie sie der Perserkönig hat, dah. βαρβαρική Isocr. 5, 154; Plat. Legg. III, 698 a; Ggstz [[δουλεία]] Parm. 133 e u. Sp., wie Luc. luct. 5.
}}
{{ls
|lstext='''δεσποτεία''': ἡ, ἡ [[ἐξουσία]] τοῦ κυρίου ἐπὶ τῶν δούλων, ἢ ἡ [[σχέσις]] τοῦ δεσπότου πρὸς τοὺς δούλους, Ἀριστ. Πολ. 1. 3, 4, 3. 6, 3 (πρβλ. [[δεσποτικός]]). 2) [[ἀπόλυτος]] [[ἀρχή]], δεσποτισμός, ἰδίως ἐπὶ τῶν Ἀσιατῶν, Πλάτ. Νόμ. 698, Ἰσοκρ. 113D, Συλλ. Ἐπιγρ. 127. 28. ΙΙ. ὡς Βυζ. δικανικὸς ὅρος, [[ἀπόλυτος]] [[κυριότης]], κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ [[χρῆσις]] (ὅτε τις ἠδύνατο νὰ καρπῶται πρᾶγμά τι, μὴ ἔχων [[ὅμως]] κυριότητα ἐπ’ [[αὐτοῦ]]).
}}
}}

Revision as of 09:43, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δεσποτεία Medium diacritics: δεσποτεία Low diacritics: δεσποτεία Capitals: ΔΕΣΠΟΤΕΙΑ
Transliteration A: despoteía Transliteration B: despoteia Transliteration C: despoteia Beta Code: despotei/a

English (LSJ)

ἡ,

   A the power of a master over slaves, or the relation of master to slaves, Pl.Prm.133e, Arist.Pol.1253b18, 1278b32; of husband over wife, Ph.1.40, cf.151.    2 absoluterule, despotism, Pl.Lg. 698a, Luc.Luct.6; δ. βαρβαρική Isoc.5.154.    II ownership, BGU 1187.32 (i B. C.), POxy.67.10 (iv A. D.), Just.Nov.2.2Pr.

German (Pape)

[Seite 551] ἡ, die unumschränkte Herrschaft, wie sie der Perserkönig hat, dah. βαρβαρική Isocr. 5, 154; Plat. Legg. III, 698 a; Ggstz δουλεία Parm. 133 e u. Sp., wie Luc. luct. 5.

Greek (Liddell-Scott)

δεσποτεία: ἡ, ἡ ἐξουσία τοῦ κυρίου ἐπὶ τῶν δούλων, ἢ ἡ σχέσις τοῦ δεσπότου πρὸς τοὺς δούλους, Ἀριστ. Πολ. 1. 3, 4, 3. 6, 3 (πρβλ. δεσποτικός). 2) ἀπόλυτος ἀρχή, δεσποτισμός, ἰδίως ἐπὶ τῶν Ἀσιατῶν, Πλάτ. Νόμ. 698, Ἰσοκρ. 113D, Συλλ. Ἐπιγρ. 127. 28. ΙΙ. ὡς Βυζ. δικανικὸς ὅρος, ἀπόλυτος κυριότης, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ χρῆσις (ὅτε τις ἠδύνατο νὰ καρπῶται πρᾶγμά τι, μὴ ἔχων ὅμως κυριότητα ἐπ’ αὐτοῦ).