ἀπαφίσκω: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old

Source
(13_3)
(6_13b)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0283.png Seite 283]] = [[ἀπατάω]], praes. Od. 11, 217; fut. ἀπαφήσω Strat. 12 (XII, 28); aor. ἤπαφον Diosc. 14 (VI, 126); med. in derselben Bdtg, ἀπάφοιτο Od. 23, 216; üblicher in compp., bes. ἐξαπ.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0283.png Seite 283]] = [[ἀπατάω]], praes. Od. 11, 217; fut. ἀπαφήσω Strat. 12 (XII, 28); aor. ἤπαφον Diosc. 14 (VI, 126); med. in derselben Bdtg, ἀπάφοιτο Od. 23, 216; üblicher in compp., bes. ἐξαπ.
}}
{{ls
|lstext='''ἀπᾰφίσκω''': μέλλ. ἀπαφήσω: ἀόρ. ἀπήπᾰφον: - ὡς τὸ [[ἀπατάω]], ἐξαπατῶ, [[δολιεύομαι]], ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ εὕρηται σύνθετον [[μετὰ]] τῆς παρὰ καὶ τῆς ἑξ: - ἐκ τοῦ ἁπλοῦ ῥήματος ὁ Ὅμ. ἔχει μόνον τὸ ἀπαφίσκει Ὀδ. Λ. 217 καὶ τὸ [[ἤπαφε]] Ξ. 488· μεταγεν. ἀπάφῃ Ἀνθ. Πλαν. 4. 108· ἀπαφὼν ([[οὕτως]] [[ἀναγνωστέον]]) Ὀππ. Ἀλ. 3. 444· εὐκτ. μέσ. ἀορ. ἀπάφοιτο μετ’ ἐνεργ. σημασ., ὁ αὐτ. 23. 216· (ἐκ τοῦ ἅπτω (palpare ψηλαφῶ, [[ψήχω]], [[θωπεύω]]), ἀφή· [[ἴσως]] [[ὡσαύτως]] συγγενὲς τῷ [[ἀπάτη]], [[ἀπατάω]]).
}}
}}

Revision as of 09:46, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπᾰφίσκω Medium diacritics: ἀπαφίσκω Low diacritics: απαφίσκω Capitals: ΑΠΑΦΙΣΚΩ
Transliteration A: apaphískō Transliteration B: apaphiskō Transliteration C: apafisko Beta Code: a)pafi/skw

English (LSJ)

   A cheat, beguile, mostly in compos. with παρά and ἐξ:— of the simple word Hom. has only ἀπαφίσκει Od.11.217: aor. opt. ἀπάφοιτο in act. sense, 23.216:—later, ἀπάφῃ APl.4.108 (Jul.); ἀπαφών Opp.H.3.444; ἤπαφες, ἤπαφε, Q.S.3.49, Nonn.D.5.512: aor. 1 ἀπάφησε ib.8.129, Q.S.13.280, 2sg. ἀπάφησας 3.502.

German (Pape)

[Seite 283] = ἀπατάω, praes. Od. 11, 217; fut. ἀπαφήσω Strat. 12 (XII, 28); aor. ἤπαφον Diosc. 14 (VI, 126); med. in derselben Bdtg, ἀπάφοιτο Od. 23, 216; üblicher in compp., bes. ἐξαπ.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπᾰφίσκω: μέλλ. ἀπαφήσω: ἀόρ. ἀπήπᾰφον: - ὡς τὸ ἀπατάω, ἐξαπατῶ, δολιεύομαι, ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ εὕρηται σύνθετον μετὰ τῆς παρὰ καὶ τῆς ἑξ: - ἐκ τοῦ ἁπλοῦ ῥήματος ὁ Ὅμ. ἔχει μόνον τὸ ἀπαφίσκει Ὀδ. Λ. 217 καὶ τὸ ἤπαφε Ξ. 488· μεταγεν. ἀπάφῃ Ἀνθ. Πλαν. 4. 108· ἀπαφὼν (οὕτως ἀναγνωστέον) Ὀππ. Ἀλ. 3. 444· εὐκτ. μέσ. ἀορ. ἀπάφοιτο μετ’ ἐνεργ. σημασ., ὁ αὐτ. 23. 216· (ἐκ τοῦ ἅπτω (palpare ψηλαφῶ, ψήχω, θωπεύω), ἀφή· ἴσως ὡσαύτως συγγενὲς τῷ ἀπάτη, ἀπατάω).