ὀριγνάομαι: Difference between revisions

From LSJ

ὁ γὰρ ἀποθανὼν δεδικαίωται ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας → anyone who has died has been set free from sin, the person who has died has been freed from sin, someone who has died has been freed from sin (Romans 6:7)

Source
(13_5)
(6_13b)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0377.png Seite 377]] = ὀρέγομαι, sich reck en, strecken; ἔγχεσιν ἠδ' ἐλάτῃς αὐτοσχεδὸν ὠριγνῶντο, mit Speeren streckten sie sich, sie kämpften mit vorgestreckten Speeren, Hes. Sc. 190; ὅτε θηρῶν ὀριγνῷτο, Eur. Bacch. 1255; bei Plat. Ax. 366 a ist τῆς διαίτης ὀριγνωμένη v. l. für ὀρεγομένη; – c. gen. braucht es Theocr. 24, 44, ὠριγνᾶτο νεοκλώστου τελαμῶνος; ποίας δόξης ὀριγνηθῆναι, Isocr. ep. 6, 9; eben so D. C. 56, 6.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0377.png Seite 377]] = ὀρέγομαι, sich reck en, strecken; ἔγχεσιν ἠδ' ἐλάτῃς αὐτοσχεδὸν ὠριγνῶντο, mit Speeren streckten sie sich, sie kämpften mit vorgestreckten Speeren, Hes. Sc. 190; ὅτε θηρῶν ὀριγνῷτο, Eur. Bacch. 1255; bei Plat. Ax. 366 a ist τῆς διαίτης ὀριγνωμένη v. l. für ὀρεγομένη; – c. gen. braucht es Theocr. 24, 44, ὠριγνᾶτο νεοκλώστου τελαμῶνος; ποίας δόξης ὀριγνηθῆναι, Isocr. ep. 6, 9; eben so D. C. 56, 6.
}}
{{ls
|lstext='''ὀριγνάομαι''': μέλλ. -ήσομαι Δίων Κ. 41. 53· ἀόρ. ὠριγνήθην Ἀντιφῶν παρ’ Ἁρποκρ., Ἰσοκρ. 419Ε· ἀποθ. Τανύω ἢ [[ἐκτείνω]] ἐμαυτόν, ὡς τὸ ὀρέγομαι, ἔγχεσιν ἠδ’ ἐλάτῃς αὐτοσχεδὸν ὠριγνῶτο, ἐμάχοντο μὲ ἐκτετεμένα δόρατα, Ἡσ. Ἀσπὶς Ἡρ. 190. 2) [[μετὰ]] γεν., ἐκτείνομαι [[πρός]] τι [[πρᾶγμα]], [[ἀποβλέπω]] εἴς τι, ὀρέγομαι, ὅτε ... θηρῶν ὠριγνῷτο Εὐρ. Βάκχ. 1255· [[ποίας]] δόξης Ἰσοκρ. ἔνθ’ ἀνωτ.· τελαμῶνος Θεόκρ. 24. 44· χορείας Πλάτ. Ἀξίοχ. 366Α· τοῦ πλείονος Σωκρ. Ἐπιστ. 29. 3) μετ’ αἰτ., ὀρέγομαι, ἐπιθυμῶ, προσπαθῶ νὰ ἀπολαύσω, Δήμητρος εὐνὴν ὀριγνάμενος (ὡς εἰ ἐκ ῥήματ. ὀρίγναμαι) Διον. Ἁλ. 1. 61. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὀριγνᾶσθαι· ἐπιθυμεῖν, ὀρέγεσθαι», καὶ «ὀριγνώμενοι· ἐπιθυμοῦντες», καὶ κατὰ Φώτιον: «ὀριγνηθῆναι· ἀντὶ τοῦ ἐπιθυμῆσαι», «ὀριγνώμεθα· ὀρεγόμεθα».
}}
}}

Revision as of 09:47, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀριγνάομαι Medium diacritics: ὀριγνάομαι Low diacritics: οριγνάομαι Capitals: ΟΡΙΓΝΑΟΜΑΙ
Transliteration A: orignáomai Transliteration B: orignaomai Transliteration C: orignaomai Beta Code: o)rigna/omai

English (LSJ)

fut.

   A -ήσομαι D.C.41.53 : aor. ὠριγνήθην Antipho Soph. 21, Isoc.Ep.6.9 :—stretch oneself, like ὀρέγομαι, ἔγχεσιν ἠδ' ἐλάτῃς αὐτοσχεδὸν ὠριγνῶντο they fought with outstretched spears, Hes.Sc.190.    2 c. gen., stretch oneself after a thing, aim at, grasp at, ὅτε . . θηρῶν ὀριγνῷτο E.Ba.1255 ; ποίας δόξης Isoc. l. c.; τελαμῶνος Theoc.24.44 ; κερδέων Herod.7.37 ; χορείας Pl.Ax.366a ; τοῦ πλείονος Socr.Ep.29, D.C.l.c.; aim at, strive, c. inf., κενῶσαι τελέως Gal. 11.363 ; νικῆσαι Id.10.5.    3 reach, win, Δήμητρος εὐνῆς D.H.1.61 (v.l. εὐνήν).

German (Pape)

[Seite 377] = ὀρέγομαι, sich reck en, strecken; ἔγχεσιν ἠδ' ἐλάτῃς αὐτοσχεδὸν ὠριγνῶντο, mit Speeren streckten sie sich, sie kämpften mit vorgestreckten Speeren, Hes. Sc. 190; ὅτε θηρῶν ὀριγνῷτο, Eur. Bacch. 1255; bei Plat. Ax. 366 a ist τῆς διαίτης ὀριγνωμένη v. l. für ὀρεγομένη; – c. gen. braucht es Theocr. 24, 44, ὠριγνᾶτο νεοκλώστου τελαμῶνος; ποίας δόξης ὀριγνηθῆναι, Isocr. ep. 6, 9; eben so D. C. 56, 6.

Greek (Liddell-Scott)

ὀριγνάομαι: μέλλ. -ήσομαι Δίων Κ. 41. 53· ἀόρ. ὠριγνήθην Ἀντιφῶν παρ’ Ἁρποκρ., Ἰσοκρ. 419Ε· ἀποθ. Τανύω ἢ ἐκτείνω ἐμαυτόν, ὡς τὸ ὀρέγομαι, ἔγχεσιν ἠδ’ ἐλάτῃς αὐτοσχεδὸν ὠριγνῶτο, ἐμάχοντο μὲ ἐκτετεμένα δόρατα, Ἡσ. Ἀσπὶς Ἡρ. 190. 2) μετὰ γεν., ἐκτείνομαι πρός τι πρᾶγμα, ἀποβλέπω εἴς τι, ὀρέγομαι, ὅτε ... θηρῶν ὠριγνῷτο Εὐρ. Βάκχ. 1255· ποίας δόξης Ἰσοκρ. ἔνθ’ ἀνωτ.· τελαμῶνος Θεόκρ. 24. 44· χορείας Πλάτ. Ἀξίοχ. 366Α· τοῦ πλείονος Σωκρ. Ἐπιστ. 29. 3) μετ’ αἰτ., ὀρέγομαι, ἐπιθυμῶ, προσπαθῶ νὰ ἀπολαύσω, Δήμητρος εὐνὴν ὀριγνάμενος (ὡς εἰ ἐκ ῥήματ. ὀρίγναμαι) Διον. Ἁλ. 1. 61. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὀριγνᾶσθαι· ἐπιθυμεῖν, ὀρέγεσθαι», καὶ «ὀριγνώμενοι· ἐπιθυμοῦντες», καὶ κατὰ Φώτιον: «ὀριγνηθῆναι· ἀντὶ τοῦ ἐπιθυμῆσαι», «ὀριγνώμεθα· ὀρεγόμεθα».