κάπραινα: Difference between revisions
From LSJ
φελένη καὶ φάναξ καὶ φοῖκος καὶ φαήρ → Ἑλένη καὶ ἄναξ καὶ οἶκος καὶ ἀήρ | Helen, lord, house, and air
(13_2) |
(6_10) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1324.png Seite 1324]] ἡ (eigtl. fem. zu [[κάπρος]], die wilde Sau), übertr., Phryn. com. bei Poll. 7, 202, ein geiles Weib; VLL. καταφερὴς πρὸς τὰ ἀφροδίσια. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1324.png Seite 1324]] ἡ (eigtl. fem. zu [[κάπρος]], die wilde Sau), übertr., Phryn. com. bei Poll. 7, 202, ein geiles Weib; VLL. καταφερὴς πρὸς τὰ ἀφροδίσια. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''κάπραινα''': ἡ, θηλ. τοῦ [[κάπρος]], ἀγρία ὗς· μεταφ. [[ἀκόλαστος]], αἰσχρὰ [[γυνή]], Φρύν. Κωμ. ἐν «Μούσαις» 3· ὦ σαπρὰ καὶ [[πασιπόρνη]] καὶ [[κάπραινα]] Ἕρμιππ. ἐν «Ἀρτοπώλεσι» 2. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:48, 5 August 2017
English (LSJ)
ἡ, fem. of κάπρος,
A wild sow: metaph., lewd woman, Phryn.Com.33, Hermipp. 10: dub. sens. in Lyr. in Philol. 80.334.
German (Pape)
[Seite 1324] ἡ (eigtl. fem. zu κάπρος, die wilde Sau), übertr., Phryn. com. bei Poll. 7, 202, ein geiles Weib; VLL. καταφερὴς πρὸς τὰ ἀφροδίσια.
Greek (Liddell-Scott)
κάπραινα: ἡ, θηλ. τοῦ κάπρος, ἀγρία ὗς· μεταφ. ἀκόλαστος, αἰσχρὰ γυνή, Φρύν. Κωμ. ἐν «Μούσαις» 3· ὦ σαπρὰ καὶ πασιπόρνη καὶ κάπραινα Ἕρμιππ. ἐν «Ἀρτοπώλεσι» 2.