ἀπαράδεκτος: Difference between revisions
From LSJ
(c1) |
(6_18) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0279.png Seite 279]] 1) nicht auf-, anzunehmen, Sp. – 2) nicht annehmend, Clem. Al. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0279.png Seite 279]] 1) nicht auf-, anzunehmen, Sp. – 2) nicht annehmend, Clem. Al. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἀπαράδεκτος''': -ον, ὁ μὴ [[δεκτός]], Ἐκκλ. καὶ Γραμμ. ΙΙ. ἐνεργ. ὁ μὴ παραδεχόμενος, ὁ μὴ ἐπιδεκτικός, [[μετὰ]] γεν., μαθημάτων [[Μέμνων]] σ. 4. ἔκδ. Ὀρέλλη· μεταβολῆς Ὠριγ. κατὰ Κέλσ. σ. 151. - Ἐπίρρ. -τως, Βυζ. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:48, 5 August 2017
English (LSJ)
ον,
A inadmissible, Phld.Sign.17 (-δεικτον Pap.), A.D.Synt.59.18,al.; unacceptable, Olymp.Hist.p.465 D. II Act., not receiving or admitting, c. gen., μαθημάτων Memn.2.2; [τῶν ἀγαθῶν] Phld.D.3Fr.42 (dub. rest.); τέχνης Ph.1.311; διαβολῆς Stoic.3.153; esp. in Gramm., τῶν ἄρθρων A.D.Synt.16.18,al.
German (Pape)
[Seite 279] 1) nicht auf-, anzunehmen, Sp. – 2) nicht annehmend, Clem. Al.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπαράδεκτος: -ον, ὁ μὴ δεκτός, Ἐκκλ. καὶ Γραμμ. ΙΙ. ἐνεργ. ὁ μὴ παραδεχόμενος, ὁ μὴ ἐπιδεκτικός, μετὰ γεν., μαθημάτων Μέμνων σ. 4. ἔκδ. Ὀρέλλη· μεταβολῆς Ὠριγ. κατὰ Κέλσ. σ. 151. - Ἐπίρρ. -τως, Βυζ.