ἑτερομάσχαλος: Difference between revisions

From LSJ

τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς, οἷον ἄνθρωπος, βοῦς, τρέχει, νικᾷ → and the simple forms of speech, for example: 'man', 'ox', 'runs', 'wins'

Source
(c2)
(6_4)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1049.png Seite 1049]] mit einem Aermel, Ggstz vow [[ἀμφιμάσχαλος]], Schol. Ar. Equ. 879 u. a. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1049.png Seite 1049]] mit einem Aermel, Ggstz vow [[ἀμφιμάσχαλος]], Schol. Ar. Equ. 879 u. a. Sp.
}}
{{ls
|lstext='''ἑτερομάσχᾰλος''': «χιτὼν δουλικὸς [[ἐργατικός]]. ἀπὸ τοῦ τὴν ἑτέραν μασχάλην ἔχειν ἐρραμένην» Ἡσύχ. - [[Κατὰ]] Πολυδεύκ. (Ζ΄, 47) «χιτὼν δὲ [[ἑτερομάσχαλος]] καὶ [[ἀμφιμάσχαλος]], ὁ μὲν ἐλευθέρων [[σχῆμα]], ὁ δὲ [[ἑτερομάσχαλος]] οἰκετῶν», πρβλ. Müller Archäol. d. Kunst. § 337. 3. - Ἴδε Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 22.
}}
}}

Revision as of 09:53, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑτερομάσχᾰλος Medium diacritics: ἑτερομάσχαλος Low diacritics: ετερομάσχαλος Capitals: ΕΤΕΡΟΜΑΣΧΑΛΟΣ
Transliteration A: heteromáschalos Transliteration B: heteromaschalos Transliteration C: eteromaschalos Beta Code: e(teroma/sxalos

English (LSJ)

χιτών, ὁ, a frock

   A with only one hole for the arm, i.e. only coming over one shoulder, worn by slaves, opp. ἀμφιμάσχαλος, Poll.7.47, Sch.Ar.Eq. 878.

German (Pape)

[Seite 1049] mit einem Aermel, Ggstz vow ἀμφιμάσχαλος, Schol. Ar. Equ. 879 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἑτερομάσχᾰλος: «χιτὼν δουλικὸς ἐργατικός. ἀπὸ τοῦ τὴν ἑτέραν μασχάλην ἔχειν ἐρραμένην» Ἡσύχ. - Κατὰ Πολυδεύκ. (Ζ΄, 47) «χιτὼν δὲ ἑτερομάσχαλος καὶ ἀμφιμάσχαλος, ὁ μὲν ἐλευθέρων σχῆμα, ὁ δὲ ἑτερομάσχαλος οἰκετῶν», πρβλ. Müller Archäol. d. Kunst. § 337. 3. - Ἴδε Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 22.