Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

προβόλαιος: Difference between revisions

From LSJ
(13_2)
(6_18)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0712.png Seite 712]] = [[πρόβολος]]; [[δόρυ]], vorgehaltener, vorgestreckter Speer, Theocr. 24, 123, δούρατι δὲ προβολαίῳ ἀνδρὸς ὀρέξασθαι.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0712.png Seite 712]] = [[πρόβολος]]; [[δόρυ]], vorgehaltener, vorgestreckter Speer, Theocr. 24, 123, δούρατι δὲ προβολαίῳ ἀνδρὸς ὀρέξασθαι.
}}
{{ls
|lstext='''προβόλαιος''': -ον, προτεταμένος πρό τινος, προβολαίῳ δούρατι Θεόκρ. 24. 123· καὶ μόνον [[προβόλαιος]], ὡς τὸ [[πρόβολος]] ΙΙ, [[εἴσω]] τὸν πρ. ἔχων Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 7. 148, [[ἔνθα]] ἴδε Schweigh.
}}
}}

Revision as of 09:58, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προβόλαιος Medium diacritics: προβόλαιος Low diacritics: προβόλαιος Capitals: ΠΡΟΒΟΛΑΙΟΣ
Transliteration A: probólaios Transliteration B: probolaios Transliteration C: provolaios Beta Code: probo/laios

English (LSJ)

ον,

   A held out before one, levelled, in rest, δούρατι προβολαίῳ Theoc.24.125; προβόλαιος alone, = πρόβολος 11, εἴσω τὸν π. ἔχων Orac. ap. Hdt.7.148.

German (Pape)

[Seite 712] = πρόβολος; δόρυ, vorgehaltener, vorgestreckter Speer, Theocr. 24, 123, δούρατι δὲ προβολαίῳ ἀνδρὸς ὀρέξασθαι.

Greek (Liddell-Scott)

προβόλαιος: -ον, προτεταμένος πρό τινος, προβολαίῳ δούρατι Θεόκρ. 24. 123· καὶ μόνον προβόλαιος, ὡς τὸ πρόβολος ΙΙ, εἴσω τὸν πρ. ἔχων Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 7. 148, ἔνθα ἴδε Schweigh.