ἄγρευμα: Difference between revisions

From LSJ

κακῶν ἀπέστω θάνατος, ὡς ἴδῃ κακά → of all evils let only death be absent, so he may see evils

Source
(13_4)
(6_21)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0022.png Seite 22]] τό, 1) Jagdbeute, Fang, Eur. Bacch. 1239 u. Sp. D. In Prosa übertr. φίλοι, τὸ πλείστου ἄξιον [[ἄγρευμα]] Xen. Mem. 3, 11, 7. – 2) Fangnetz, μόρσιμα Aesch. Ag. 1018; [[θηρός]] Ch. 992 u. Spt. 589; ποικίλα Eum. 438.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0022.png Seite 22]] τό, 1) Jagdbeute, Fang, Eur. Bacch. 1239 u. Sp. D. In Prosa übertr. φίλοι, τὸ πλείστου ἄξιον [[ἄγρευμα]] Xen. Mem. 3, 11, 7. – 2) Fangnetz, μόρσιμα Aesch. Ag. 1018; [[θηρός]] Ch. 992 u. Spt. 589; ποικίλα Eum. 438.
}}
{{ls
|lstext='''ἄγρευμα''': τό, ([[ἀγρεύω]]), τὸ συλληφθὲν ἐν θήρᾳ, [[θήραμα]], [[λεία]], λάφυρον, Εὐρ. Βάκχ. 1241: - μεταφ., Ξεν. Ἀπομ. 3. 11. 7· ἄγρ. ἀνθέων, Εὐρ. Ἀπ. 754· πρβλ. [[ἄγρα]] ΙΙ. ΙΙ. [[μέσον]] θηρευτικόν, ἄγρ. θηρός, Αἰσχύλ. Χο 998· [[ἐντός]] ... μορσίμων ἀγρ., περὶ τοῦ δικτύου τοῦ ῥιφθέντος ἐπὶ τοῦ Ἀγαμέμνονος, ὁ αὐτ. Ἀγ. 1048, πρβλ. Εὐμ. 460.
}}
}}

Revision as of 10:01, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄγρευμα Medium diacritics: ἄγρευμα Low diacritics: άγρευμα Capitals: ΑΓΡΕΥΜΑ
Transliteration A: ágreuma Transliteration B: agreuma Transliteration C: agrevma Beta Code: a)/greuma

English (LSJ)

τό, in pl.,

   A = τὰ ἐπὶ τῆς ἀγροικίας κτήματα, Sol. ap. AB 340.    II that which is taken in hunting, prey, E.Ba.1241: metaph., X.Mem.3.11.7; ἄ. ἀνθέων E.Fr.754.    2 means of catching, ἄ. θηρός A.Ch.998; ἐντὸς . . μορσίμων ἀ., of the net thrown over Agamemnon, Id.Ag.1048, cf.Eu.460.

German (Pape)

[Seite 22] τό, 1) Jagdbeute, Fang, Eur. Bacch. 1239 u. Sp. D. In Prosa übertr. φίλοι, τὸ πλείστου ἄξιον ἄγρευμα Xen. Mem. 3, 11, 7. – 2) Fangnetz, μόρσιμα Aesch. Ag. 1018; θηρός Ch. 992 u. Spt. 589; ποικίλα Eum. 438.

Greek (Liddell-Scott)

ἄγρευμα: τό, (ἀγρεύω), τὸ συλληφθὲν ἐν θήρᾳ, θήραμα, λεία, λάφυρον, Εὐρ. Βάκχ. 1241: - μεταφ., Ξεν. Ἀπομ. 3. 11. 7· ἄγρ. ἀνθέων, Εὐρ. Ἀπ. 754· πρβλ. ἄγρα ΙΙ. ΙΙ. μέσον θηρευτικόν, ἄγρ. θηρός, Αἰσχύλ. Χο 998· ἐντός ... μορσίμων ἀγρ., περὶ τοῦ δικτύου τοῦ ῥιφθέντος ἐπὶ τοῦ Ἀγαμέμνονος, ὁ αὐτ. Ἀγ. 1048, πρβλ. Εὐμ. 460.