ῥομβέω: Difference between revisions
From LSJ
νίψον ἀνομήματα, μὴ μόναν ὄψιν → wash the sins, not only the face | wash my transgressions, not only my face
(13_3) |
(6_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0848.png Seite 848]] im Kreise herumdrehen, herumbewegen, we einen Kreisel herumtreiben, dah. schwingen, schleudern, werfen, VLL. u. Sp.; att. [[ῥυμβέω]], Tim. lex. Plat. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0848.png Seite 848]] im Kreise herumdrehen, herumbewegen, we einen Kreisel herumtreiben, dah. schwingen, schleudern, werfen, VLL. u. Sp.; att. [[ῥυμβέω]], Tim. lex. Plat. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ῥομβέω''': ([[ῥόμβος]]) [[περιστρέφω]] ὡς ρόμβον, [[συστρέφω]], περιδινῶ, ἐκσφενδονῶ, «ῥυμβεῖν, ῥομβεῖν· τοῦτο δὲ ἀπὸ τῆς κινήσεως τοῦ ῥόμβου» Τιμ. Λεξ. Πλάτ.· ἀλλὰ παρὰ Πλάτ. ἐν Κρατ. 426Ε, τὰ Ἀντίγραφα ἔχουσι τὸν τύπον [[ῥυμβέω]]. - [[Κατὰ]] Σουΐδ.: «ῥομβεῖν, σφενδονᾶν», πρβλ. καὶ Ἡσύχ. ἐν λέξει: ῥεμβικίζει, ἣν ἑρμηνεύει: «ῥομβεῖ, στρέφει, διώκει». | |||
}} | }} |
Revision as of 10:07, 5 August 2017
English (LSJ)
A cause to spin like a ῥόμβος, whirl, gloss on ῥυμβέω (Pl.Cra. 426e codd.), Tim.Lex., cf. Hsch. s.v. βεμβικίζει.
German (Pape)
[Seite 848] im Kreise herumdrehen, herumbewegen, we einen Kreisel herumtreiben, dah. schwingen, schleudern, werfen, VLL. u. Sp.; att. ῥυμβέω, Tim. lex. Plat.
Greek (Liddell-Scott)
ῥομβέω: (ῥόμβος) περιστρέφω ὡς ρόμβον, συστρέφω, περιδινῶ, ἐκσφενδονῶ, «ῥυμβεῖν, ῥομβεῖν· τοῦτο δὲ ἀπὸ τῆς κινήσεως τοῦ ῥόμβου» Τιμ. Λεξ. Πλάτ.· ἀλλὰ παρὰ Πλάτ. ἐν Κρατ. 426Ε, τὰ Ἀντίγραφα ἔχουσι τὸν τύπον ῥυμβέω. - Κατὰ Σουΐδ.: «ῥομβεῖν, σφενδονᾶν», πρβλ. καὶ Ἡσύχ. ἐν λέξει: ῥεμβικίζει, ἣν ἑρμηνεύει: «ῥομβεῖ, στρέφει, διώκει».