ἀπαντλέω: Difference between revisions
Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid
(13_4) |
(6_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0279.png Seite 279]] abschöpfen, Plut. Alex. 57; πόνων τί τινι, abnehmen, Aesch. Prom. 84; [[ὕβρισμα]] χθονός, wegnehmen, Eur. Or. 1657; [[βάρος]] ψυχῆς Alc. 354; erschöpfen, σώματα διαίταις ἀπαντλοῦντα Plat. Rep. III, 407 d. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0279.png Seite 279]] abschöpfen, Plut. Alex. 57; πόνων τί τινι, abnehmen, Aesch. Prom. 84; [[ὕβρισμα]] χθονός, wegnehmen, Eur. Or. 1657; [[βάρος]] ψυχῆς Alc. 354; erschöpfen, σώματα διαίταις ἀπαντλοῦντα Plat. Rep. III, 407 d. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἀπαντλέω''': [[ἀνασύρω]] ἀπό τινος· ἀπ. χθονὸς [[ὕβρισμα]] θνητῶν Εὐρ. Ὀρ. 1641· [[ἐξέλκω]], [[ἀνέλκω]], ἀφαιρῶ· πόνους τινὶ Αἰσχ. Πρ. 84· ἀπ. τὸ ὑγρὸν Ἀριστ. Πρβλ. 2. 41· κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ [[ἐπιχέω]] (ὃ ἴδε). ΙΙ. μ. αἰτ. μόνον [[ἐλαφρύνω]], σμικρύνω, ἐλαττῶ, βάρος ψυχῆς Εὐρ. Ἄλκ. 354· τὰ σώματα διαίτας ἀπ. Πλάτ. Πολ. 407D. - Ἐν τῷ Παθ., Πλουτ. Ἀλέξ. 57, Φίλων 1. 266. - Ἐντεῦθεν ῥημ. ἐπίθ. ἀπαντλητέον, πρέπει τις νὰ ἀντλῇ ἢ νὰ ἀντλήσῃ, ν’ ἀνασύρῃ, [[ὕδωρ]] π.χ., Γεωπ. 6. 18. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:09, 5 August 2017
English (LSJ)
A draw off from, ἀ. χθονὸς ὕβρισμα θνητῶν E.Or.1641; lighten, τί σοι οἷοί τε θνητοὶ τῶνδ' ἀπαντλῆσαι πόνων; A.Pr.84; ἀ. τὸ ὑγρόν Arist.Pr.870b16; opp. ἐπιχέω, Pl.R.407d. II c. acc. only, lighten, lessen, βάρος ψυχῆς E.Alc.354; τῶν ἐγκαλουμένων ἀπηντληκώς τι having shed some of his faults, Phld.Lib.p.35 O.:—in Pass., Ph. 1.266, Plu.Alex.57.
German (Pape)
[Seite 279] abschöpfen, Plut. Alex. 57; πόνων τί τινι, abnehmen, Aesch. Prom. 84; ὕβρισμα χθονός, wegnehmen, Eur. Or. 1657; βάρος ψυχῆς Alc. 354; erschöpfen, σώματα διαίταις ἀπαντλοῦντα Plat. Rep. III, 407 d.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπαντλέω: ἀνασύρω ἀπό τινος· ἀπ. χθονὸς ὕβρισμα θνητῶν Εὐρ. Ὀρ. 1641· ἐξέλκω, ἀνέλκω, ἀφαιρῶ· πόνους τινὶ Αἰσχ. Πρ. 84· ἀπ. τὸ ὑγρὸν Ἀριστ. Πρβλ. 2. 41· κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ἐπιχέω (ὃ ἴδε). ΙΙ. μ. αἰτ. μόνον ἐλαφρύνω, σμικρύνω, ἐλαττῶ, βάρος ψυχῆς Εὐρ. Ἄλκ. 354· τὰ σώματα διαίτας ἀπ. Πλάτ. Πολ. 407D. - Ἐν τῷ Παθ., Πλουτ. Ἀλέξ. 57, Φίλων 1. 266. - Ἐντεῦθεν ῥημ. ἐπίθ. ἀπαντλητέον, πρέπει τις νὰ ἀντλῇ ἢ νὰ ἀντλήσῃ, ν’ ἀνασύρῃ, ὕδωρ π.χ., Γεωπ. 6. 18.