ἔξαρθρος: Difference between revisions
From LSJ
Μηκέθ᾽ ὅλως περὶ τοῦ οἷόν τινα εἶναι τὸν ἀγαθὸν ἄνδρα διαλέγεσθαι, ἀλλὰ εἶναι τοιοῦτον. → Waste no more time arguing what a good man should be. Be one.
(c1) |
(6_15) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0872.png Seite 872]] 1) ausgerenkt, Sp. – 2) mit herausstehenden Gliedern, Medic. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0872.png Seite 872]] 1) ausgerenkt, Sp. – 2) mit herausstehenden Gliedern, Medic. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἔξαρθρος''': -ον, (ἄρθρον) ἐξηρθρωμένος, τοῦ δεξιοῦ σκέλους ἔξαρθρον γενέσθαι, παθεῖν ἐξάρθρωσιν κατὰ τὸ δεξιὸν [[σκέλος]], Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 3. 11, 6. ΙΙ. ὁ ἔχων τὰς ἀρθρώσεις προεχούσας καὶ κακῶς ἐσχηματισμένας, ἄλλοι γὰρ ἄλλων [[μᾶλλον]] ἔξαρθροι πεφύκασι Ἱππ. π. Ἄρθρ. 787. 6· πρβλ. [[ἐξόφθαλμος]]. - [[Κατὰ]] Σουΐδ. «[[ἔξαρθρος]]· [[ἐκμελής]], ἐξωστεϊσμένος». | |||
}} | }} |
Revision as of 10:16, 5 August 2017
English (LSJ)
ον, (ἄρθρον)
A dislocated, LXX 4 Ma.9.13, Gal.6.10; τοῦ σκέλους ἔξαρθρος γενέσθαι J.AJ3.11.6. II with distorted, clumsy joints, Hp.Art. 10; loose-jointed, Gal.1.178.
German (Pape)
[Seite 872] 1) ausgerenkt, Sp. – 2) mit herausstehenden Gliedern, Medic.
Greek (Liddell-Scott)
ἔξαρθρος: -ον, (ἄρθρον) ἐξηρθρωμένος, τοῦ δεξιοῦ σκέλους ἔξαρθρον γενέσθαι, παθεῖν ἐξάρθρωσιν κατὰ τὸ δεξιὸν σκέλος, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 3. 11, 6. ΙΙ. ὁ ἔχων τὰς ἀρθρώσεις προεχούσας καὶ κακῶς ἐσχηματισμένας, ἄλλοι γὰρ ἄλλων μᾶλλον ἔξαρθροι πεφύκασι Ἱππ. π. Ἄρθρ. 787. 6· πρβλ. ἐξόφθαλμος. - Κατὰ Σουΐδ. «ἔξαρθρος· ἐκμελής, ἐξωστεϊσμένος».