βαρύστονος: Difference between revisions
ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → if we have money, then we will have friends | if we have money, we shall have friends
(13_3) |
(6_17) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0435.png Seite 435]] schwer seufzend, stöhnend, Soph. O. R. 1233 u. a. Sp.; ὑποκριταί Dem. 18, 262; [[λίθος]] M. Arg. 26 (IX, 246). – Adv. -στόνως, Aesch. Eum. 761. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0435.png Seite 435]] schwer seufzend, stöhnend, Soph. O. R. 1233 u. a. Sp.; ὑποκριταί Dem. 18, 262; [[λίθος]] M. Arg. 26 (IX, 246). – Adv. -στόνως, Aesch. Eum. 761. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''βᾰρύστονος''': -ον, ὁ ἐκ βάθους ἤ [[βαρέως]] στενάζων, τοῖς βαρυστόνοις ἐπικαλουμένοις… ὑποκριταῖς, σκωπτικῶς τοῖς ἐκ βάθους στενάζουσι, Δημ. 314. 11, πρβλ. Ἐπίκουρ. ἐν Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 1. 4. ― Ἐπίρρ. –νως Αἰσχύλ. Εὐμ. 794. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, [[βαρέως]] θρηνούμενος, πενθούμενος, [[θλιβερός]], Σοφ. Ο. Τ. 1233, Χρησμ. παρὰ Παυσ. 10. 9, 11. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:17, 5 August 2017
English (LSJ)
ον,
A groaning heavily, τοῖς βαρυστόνοις ἐπικαλουμένοις . . ὑποκριταῖς nicknamed the bellowers, D.18.262, cf. Epicur.Fr.114,237; resounding, λίθος AP9.246 (Marc. Arg.). Adv. -νως A.Eu.794. II of things, heavily lamented, grievous, S.OT 1233, Orac. ap. Paus.10.9.11.
German (Pape)
[Seite 435] schwer seufzend, stöhnend, Soph. O. R. 1233 u. a. Sp.; ὑποκριταί Dem. 18, 262; λίθος M. Arg. 26 (IX, 246). – Adv. -στόνως, Aesch. Eum. 761.
Greek (Liddell-Scott)
βᾰρύστονος: -ον, ὁ ἐκ βάθους ἤ βαρέως στενάζων, τοῖς βαρυστόνοις ἐπικαλουμένοις… ὑποκριταῖς, σκωπτικῶς τοῖς ἐκ βάθους στενάζουσι, Δημ. 314. 11, πρβλ. Ἐπίκουρ. ἐν Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 1. 4. ― Ἐπίρρ. –νως Αἰσχύλ. Εὐμ. 794. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, βαρέως θρηνούμενος, πενθούμενος, θλιβερός, Σοφ. Ο. Τ. 1233, Χρησμ. παρὰ Παυσ. 10. 9, 11.