συναπολαμβάνω: Difference between revisions

From LSJ

ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει → one would never discover the limits of soul, should one traverse every road—so deep a measure does it possess

Source
(13_2)
(6_13a)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1002.png Seite 1002]] (s. [[λαμβάνω]]), mit od. zugleich wieder- od. zurückbekommen, das Schuldige, was man zu fordern hat, z. B. μισθόν, Xen. An. 7, 7, 40.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1002.png Seite 1002]] (s. [[λαμβάνω]]), mit od. zugleich wieder- od. zurückbekommen, das Schuldige, was man zu fordern hat, z. B. μισθόν, Xen. An. 7, 7, 40.
}}
{{ls
|lstext='''συναπολαμβάνω''': μέλλ. -λήψομαι, [[λαμβάνω]] ἀπὸ κοινοῦ ἢ συγχρόνως, [[μάλιστα]] [[πρᾶγμα]] ἐφ’ οὗ ἔχω [[δικαίωμα]], ὅμνυμι δέ σοι [[μηδὲ]] ἀποδιδόντος (δηλ. τὸν μισθὸν) δέξασθαι ἄν, εἰ μὴ καὶ οἱ στρατιῶται ἔμελλον τὰ ἑαυτῶν συναπολαμβάνειν Ξεν. Ἀν. 7. 7, 40.
}}
}}

Revision as of 10:18, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συναπολαμβάνω Medium diacritics: συναπολαμβάνω Low diacritics: συναπολαμβάνω Capitals: ΣΥΝΑΠΟΛΑΜΒΑΝΩ
Transliteration A: synapolambánō Transliteration B: synapolambanō Transliteration C: synapolamvano Beta Code: sunapolamba/nw

English (LSJ)

   A receive in common or at once, esp. that which one has a right to, τὰ ἑαυτῶν X.An.7.7.40.    II Pass., to be entirely suppressed, Hp.Prorrh.2.24.

German (Pape)

[Seite 1002] (s. λαμβάνω), mit od. zugleich wieder- od. zurückbekommen, das Schuldige, was man zu fordern hat, z. B. μισθόν, Xen. An. 7, 7, 40.

Greek (Liddell-Scott)

συναπολαμβάνω: μέλλ. -λήψομαι, λαμβάνω ἀπὸ κοινοῦ ἢ συγχρόνως, μάλιστα πρᾶγμα ἐφ’ οὗ ἔχω δικαίωμα, ὅμνυμι δέ σοι μηδὲ ἀποδιδόντος (δηλ. τὸν μισθὸν) δέξασθαι ἄν, εἰ μὴ καὶ οἱ στρατιῶται ἔμελλον τὰ ἑαυτῶν συναπολαμβάνειν Ξεν. Ἀν. 7. 7, 40.