γεύω: Difference between revisions
(13_7_2) |
(6_13b) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0487.png Seite 487]] (gustare, gustus, also Wurzel γυ mit Guna, nicht γεF), activ. = <b class="b2">zu kosten geben</b>, kosten lassen, med. = <b class="b2">kosten</b>. Hom. nur med., fut. und aor., fünfmal: Odyss. 17, 413 προικὸς γεύσεσθαι Ἀχαιῶν, davon essen, v. l. γεύσασθαι; übertr. 20, 181 χειρῶν γεύσασθαι; 21, 98 ὀιστοῦ γεύσεσθαι; Iliad. 21, 61 δουρὸς ἀκωκῆς ἡμετέροιο γεύσεται; 20, 258 ἀλλ' ἄγε [[θᾶσσον]] γευσόμεθ' [[ἀλλήλων]] χαλκήρεσιν ἐγχεί. ῃσιν. – Folgende, activ.: τινά τινος Her. 7, 46; vgl. Alex. Ath. III, 123 e; Anaxipp. ib. IX, 404 (v. 27); [[γευστέον]] αἵματος τοὺς παῖδας, man muß kosten lassen, Plat. Rep. VII, 537 a; übertr., δούλους ἔγευσε τιμῆς ἐλευθέρας, Plut. Lyc. et Num. 1; τινά τι Eur. Cycl. 149; vgl. Eubul. Ath. I, 28 f; τοὺς Ἔλληνας ἥδιστον ποτὸν ἐλευθερίας γεύσαντες Theop. com. bei Plut. Lys. 13. – Häufiger med., kosten, τινός; oft comici; διαίτης, μέλιτος, Plat. Legg. VI, 762 e Rep. VIII, 559 d; übertr.; gew. Fechterausdruck, vgl. Plat. Rep. II, 358 e; Pind. ἀλκῆς P. 9, 61; ἀέθλων 10, 11; πόνων N. 6, 25; Eur. Herc. fur. 1353; ἀρετῶν, ὕμνων, Pind. N. 3, 40 I. 4, 22; πένθους Eur. Alc. 1072; κακῶν Luc. Nigr. 28; ἀνδρός τι N. 7, 86; ἀρχῆς Her. 4, 147; τῶν νόμων γευσάμενοι Plat. Legg. VI, 752 c; διαίτης γεγευμένον εἶναι 762 e; μαθήματος, λόγων Rep. V, 475 c VII, 539 b; [[ἀλλήλων]] ἐγέγευντο Thuc. 2, 70; genießen, ἥβης Ep. ad. 741 (App. 238); ἀνδρός, im obscönen Sinne, Aesch. frg. 219. Uebh. Kenntniß von etwas aus eigener Erfahrung erlangen. Seltener c. acc., Arist. poet. 22; Anthol. VI, 120. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0487.png Seite 487]] (gustare, gustus, also Wurzel γυ mit Guna, nicht γεF), activ. = <b class="b2">zu kosten geben</b>, kosten lassen, med. = <b class="b2">kosten</b>. Hom. nur med., fut. und aor., fünfmal: Odyss. 17, 413 προικὸς γεύσεσθαι Ἀχαιῶν, davon essen, v. l. γεύσασθαι; übertr. 20, 181 χειρῶν γεύσασθαι; 21, 98 ὀιστοῦ γεύσεσθαι; Iliad. 21, 61 δουρὸς ἀκωκῆς ἡμετέροιο γεύσεται; 20, 258 ἀλλ' ἄγε [[θᾶσσον]] γευσόμεθ' [[ἀλλήλων]] χαλκήρεσιν ἐγχεί. ῃσιν. – Folgende, activ.: τινά τινος Her. 7, 46; vgl. Alex. Ath. III, 123 e; Anaxipp. ib. IX, 404 (v. 27); [[γευστέον]] αἵματος τοὺς παῖδας, man muß kosten lassen, Plat. Rep. VII, 537 a; übertr., δούλους ἔγευσε τιμῆς ἐλευθέρας, Plut. Lyc. et Num. 1; τινά τι Eur. Cycl. 149; vgl. Eubul. Ath. I, 28 f; τοὺς Ἔλληνας ἥδιστον ποτὸν ἐλευθερίας γεύσαντες Theop. com. bei Plut. Lys. 13. – Häufiger med., kosten, τινός; oft comici; διαίτης, μέλιτος, Plat. Legg. VI, 762 e Rep. VIII, 559 d; übertr.; gew. Fechterausdruck, vgl. Plat. Rep. II, 358 e; Pind. ἀλκῆς P. 9, 61; ἀέθλων 10, 11; πόνων N. 6, 25; Eur. Herc. fur. 1353; ἀρετῶν, ὕμνων, Pind. N. 3, 40 I. 4, 22; πένθους Eur. Alc. 1072; κακῶν Luc. Nigr. 28; ἀνδρός τι N. 7, 86; ἀρχῆς Her. 4, 147; τῶν νόμων γευσάμενοι Plat. Legg. VI, 752 c; διαίτης γεγευμένον εἶναι 762 e; μαθήματος, λόγων Rep. V, 475 c VII, 539 b; [[ἀλλήλων]] ἐγέγευντο Thuc. 2, 70; genießen, ἥβης Ep. ad. 741 (App. 238); ἀνδρός, im obscönen Sinne, Aesch. frg. 219. Uebh. Kenntniß von etwas aus eigener Erfahrung erlangen. Seltener c. acc., Arist. poet. 22; Anthol. VI, 120. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''γεύω''': μέλλ. γεύσω, Ἀνάξιππ. Ἐγκ. 1. 27· ἀόρ. ἔγευσα Ἡρόδ., Εὐρ.:-Μέσ., μέλλ. γεύσομαι, Ὅμ., Πλάτ.· ἀόρ. ἐγευσάμην Ὀδ., Ἡρόδ., Ἀττ. γεύσεται,-σόμεθα, Ἐπ. ἀντὶηται,-ώμεθα, Ἰλ. Φ. 61., Υ. 258., πρβλ. Ω. 356· γ΄ πληθ. εὐκτ. γευσαίατο, Εὐρ. Ι. Α. 423· πρκμ. γέγευμαι, Αἰσχύλ., κτλ. (γεύμεθα Θεόκρ. 14. 51)· ὑπερσυντ. ἐγέγευντο Θουκ. (Ἐκ. √ ΓΕΥ, ἢ [[μᾶλλον]] ΓΕΥΣ, παράγονται [[ὡσαύτως]] [[γεῦμα]], [[γεῦσις]]· πρβλ. ǵush, ǵushé (delectari), ǵushtis, gôshas (delectatio)· Λατ. gus-to, gustus· Γοτθ. kaus-jan (γεύεσθαι)· Παλαιο-Σκανδιν. kostr (Γερμ. kost, cibus).) Παρέχω γεῦσιν, ἀπόγευσίν τινος, γλυκὺν γεύσας τὸν αἰῶνα Ἡρόδ. 7. 46, [[ἔνθα]] ἴδε Valck.· σπανίως, τινά τι Εὐρ. Κύκλ. 149· ἢ τινά τινος Ἀνάξιππ. ἔνθ’ ἀνωτ.· Πλάτ. Νόμ. 634A· πρβλ. [[γευστέον]]· [[ἀλλά]], ΙΙ. ἐν τῷ μέσ. τύπ., γεύομαι, [[μετὰ]] πρκμ. καὶ ὑπερσυντ. παθ., [[ἀπογεύομαι]], [[δοκιμάζω]], μ. γεν., προικὸς γεύσεσθαι, Ἀχαιῶν Ὀδ. Ρ. 413· [[ἀλλήλων]] ἐγέγευντο, εἶχον γευθῆ, εἶχον φάγει, ἐξ [[ἀλλήλων]], Θουκ. 2. 70· μέλιτος Πλάτ. Πολιτ. 559D, κτλ. 2) μεταφ., γεύομαι, [[δοκιμάζω]], [[αἰσθάνομαι]], δουρὸς ἀκωκῆς ἡμετέροιο γεύσεται Ἰλ. Φ. 60· ὀϊστοῦ Ὀδ. Φ. 98· χειρῶν Υ. 181· ἀλλ’ ἄγε… γευσόμεθ’ [[ἀλλήλων]] ἐγχείαις, ἂς δοκιμάσωμεν ἀλλήλους διὰ τῆς λόγχης, Ἰλ. Υ. 258· γ. στρατοῦ Σοφ. Αἴ. 844· [[δοκιμάζω]] τὰς ἡδονάς, τὰς εὐχαριστήσεις τινὸς πράγματος, ἀρχῆς, ἐλευθερίης Ἡρόδ. 4. 147., 6. 5· ὕμνων. Πίνδ. Ι. 5. 25 (4. 22)· [[ἀλκᾶς]], στεφάνων ὁ αὐτ. II. 9. 61, Ι. 1. 29· γεύεσθαί τί τινος, ἔχειν εὐχαρίστησίν τινα ἢ [[κέρδος]] παρ’ [[αὐτοῦ]], ὁ αὐτ. Ν. 7. 127· ἐπὶ ἐγγάμου γυναικός, ἀνδρὸς γεγευμένη Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 238· γ. πόνων, [[δοκιμάζω]], [[λαμβάνω]] πεῖραν αὐτῶν, Πίνδ. Ν. 6. 41· μόχθων Σοφ. Τρ. 1101· πένθους Εὐρ. Ἀλκ. 1069· ἀμφοτέρων Πλάτ. Πολιτ. 358E· γ. ἐμπύρων, τὰ [[δοκιμάζω]], Σοφ. Ἀντ. 1005·-σπανίως μ. αἰτιατ., ἔρσης ἰκμάδα γευόμενος Ἀνθ. II. 6. 120. 3) ἐν τῷ μεταγ. Ἑλληνισμῷ ἀπολύτ. =ἐσθίω, [[λαμβάνω]] τροφήν, Ἑβδ. (Ἰων. γ΄, 7), Πράξ. Ἀποστ. ι΄, 10. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:21, 5 August 2017
English (LSJ)
fut.
A γεύσω Anaxipp.1.27: aor. ἔγευσα Hdt.7.46, E.Cyc.149: —Med., fut. γεύσομαι Od.17.413, etc.: aor. ἐγευσάμην 20.181, etc.; γεύσεται, -σόμεθα, Ep. for -ηται, -ώμεθα, Il.21.61, 20.258: 3pl. opt. γευσαίατο E.IA423: pf. γέγευμαι A. v. infr., etc. (γεύμεθα Theoc.14.51): plpf. ἐγέγευντο Th.2.70:—give a taste of, γλυκὺν γεύσας τὸν αἰῶνα Hdt.7.46; τινά τι E.Cyc.149, Theopomp.Com.65, Polyaen. 1.1.1; τινά τινος Anaxipp. l.c., Alex.179, Pl.Lg.634a: metaph., τινὰ ἀγαθῶν λόγων dub. in Men.Georg.45; σ' ἔγευσ' ἂν τῶν ἐμῶν χειρῶν Herod.6.11: but, II Med., γεύομαι, with pf. and plpf. Pass., taste, c. gen., προικὸς γεύσεσθαι Ἀχαιῶν Od.17.413; ἀλλήλων ἐγέγευντο they had tasted, eaten of... Th.2.70; μέλιτος Pl.R.559d, etc. 2 take food, Hp.Epid.3.1.β, Act.Ap.10.10; dine, PLond. ined.2487 (iv A. D.). 3 metaph., taste, make proof of, feel, δουρὸς ἀκωκῆς ἡμετέροιο γεύσεται Il.21.60; ὀϊστοῦ Od.21.98; χειρῶν 20. 181; ἀλλ' ἄγε . . γευσόμεθ' ἀλλήλων ἐγχείῃσιν let us try one another with the spear, Il.20.258; taste the sweets of, ἀρχῆς, ἐλευθερίης, Hdt. 4.147, 6.5; ὕμνων Pi.I.5(4).20; ἀλκᾶς, στεφάνων, Id.P.9.35, I.1.21; εἰ δὲ γεύεται ἀνδρὸς ἀνήρ τι Id.N.7.86; of a married woman, ἀνδρὸς γεγευμένη A.Fr.243; γ. πόνων to have experience of them, Pi. N.6.24; μόχθων S.Tr.1101; πένθους E.Alc.1069; νόμων Pl.Lg.752c; ἀμφοτέρων Id.R.358e; γ. ἐμπύρων make trial of them, S.Ant.1005: rarely c. acc., ἔρσης ἰκμάδα γευόμενος AP6.120 (Leon.); κάππαριν Plu.2.687d: abs., S.Aj.844. (Cf. Skt. ju[snull ]áte 'enjoy', Lat. gusto.)
German (Pape)
[Seite 487] (gustare, gustus, also Wurzel γυ mit Guna, nicht γεF), activ. = zu kosten geben, kosten lassen, med. = kosten. Hom. nur med., fut. und aor., fünfmal: Odyss. 17, 413 προικὸς γεύσεσθαι Ἀχαιῶν, davon essen, v. l. γεύσασθαι; übertr. 20, 181 χειρῶν γεύσασθαι; 21, 98 ὀιστοῦ γεύσεσθαι; Iliad. 21, 61 δουρὸς ἀκωκῆς ἡμετέροιο γεύσεται; 20, 258 ἀλλ' ἄγε θᾶσσον γευσόμεθ' ἀλλήλων χαλκήρεσιν ἐγχεί. ῃσιν. – Folgende, activ.: τινά τινος Her. 7, 46; vgl. Alex. Ath. III, 123 e; Anaxipp. ib. IX, 404 (v. 27); γευστέον αἵματος τοὺς παῖδας, man muß kosten lassen, Plat. Rep. VII, 537 a; übertr., δούλους ἔγευσε τιμῆς ἐλευθέρας, Plut. Lyc. et Num. 1; τινά τι Eur. Cycl. 149; vgl. Eubul. Ath. I, 28 f; τοὺς Ἔλληνας ἥδιστον ποτὸν ἐλευθερίας γεύσαντες Theop. com. bei Plut. Lys. 13. – Häufiger med., kosten, τινός; oft comici; διαίτης, μέλιτος, Plat. Legg. VI, 762 e Rep. VIII, 559 d; übertr.; gew. Fechterausdruck, vgl. Plat. Rep. II, 358 e; Pind. ἀλκῆς P. 9, 61; ἀέθλων 10, 11; πόνων N. 6, 25; Eur. Herc. fur. 1353; ἀρετῶν, ὕμνων, Pind. N. 3, 40 I. 4, 22; πένθους Eur. Alc. 1072; κακῶν Luc. Nigr. 28; ἀνδρός τι N. 7, 86; ἀρχῆς Her. 4, 147; τῶν νόμων γευσάμενοι Plat. Legg. VI, 752 c; διαίτης γεγευμένον εἶναι 762 e; μαθήματος, λόγων Rep. V, 475 c VII, 539 b; ἀλλήλων ἐγέγευντο Thuc. 2, 70; genießen, ἥβης Ep. ad. 741 (App. 238); ἀνδρός, im obscönen Sinne, Aesch. frg. 219. Uebh. Kenntniß von etwas aus eigener Erfahrung erlangen. Seltener c. acc., Arist. poet. 22; Anthol. VI, 120.
Greek (Liddell-Scott)
γεύω: μέλλ. γεύσω, Ἀνάξιππ. Ἐγκ. 1. 27· ἀόρ. ἔγευσα Ἡρόδ., Εὐρ.:-Μέσ., μέλλ. γεύσομαι, Ὅμ., Πλάτ.· ἀόρ. ἐγευσάμην Ὀδ., Ἡρόδ., Ἀττ. γεύσεται,-σόμεθα, Ἐπ. ἀντὶηται,-ώμεθα, Ἰλ. Φ. 61., Υ. 258., πρβλ. Ω. 356· γ΄ πληθ. εὐκτ. γευσαίατο, Εὐρ. Ι. Α. 423· πρκμ. γέγευμαι, Αἰσχύλ., κτλ. (γεύμεθα Θεόκρ. 14. 51)· ὑπερσυντ. ἐγέγευντο Θουκ. (Ἐκ. √ ΓΕΥ, ἢ μᾶλλον ΓΕΥΣ, παράγονται ὡσαύτως γεῦμα, γεῦσις· πρβλ. ǵush, ǵushé (delectari), ǵushtis, gôshas (delectatio)· Λατ. gus-to, gustus· Γοτθ. kaus-jan (γεύεσθαι)· Παλαιο-Σκανδιν. kostr (Γερμ. kost, cibus).) Παρέχω γεῦσιν, ἀπόγευσίν τινος, γλυκὺν γεύσας τὸν αἰῶνα Ἡρόδ. 7. 46, ἔνθα ἴδε Valck.· σπανίως, τινά τι Εὐρ. Κύκλ. 149· ἢ τινά τινος Ἀνάξιππ. ἔνθ’ ἀνωτ.· Πλάτ. Νόμ. 634A· πρβλ. γευστέον· ἀλλά, ΙΙ. ἐν τῷ μέσ. τύπ., γεύομαι, μετὰ πρκμ. καὶ ὑπερσυντ. παθ., ἀπογεύομαι, δοκιμάζω, μ. γεν., προικὸς γεύσεσθαι, Ἀχαιῶν Ὀδ. Ρ. 413· ἀλλήλων ἐγέγευντο, εἶχον γευθῆ, εἶχον φάγει, ἐξ ἀλλήλων, Θουκ. 2. 70· μέλιτος Πλάτ. Πολιτ. 559D, κτλ. 2) μεταφ., γεύομαι, δοκιμάζω, αἰσθάνομαι, δουρὸς ἀκωκῆς ἡμετέροιο γεύσεται Ἰλ. Φ. 60· ὀϊστοῦ Ὀδ. Φ. 98· χειρῶν Υ. 181· ἀλλ’ ἄγε… γευσόμεθ’ ἀλλήλων ἐγχείαις, ἂς δοκιμάσωμεν ἀλλήλους διὰ τῆς λόγχης, Ἰλ. Υ. 258· γ. στρατοῦ Σοφ. Αἴ. 844· δοκιμάζω τὰς ἡδονάς, τὰς εὐχαριστήσεις τινὸς πράγματος, ἀρχῆς, ἐλευθερίης Ἡρόδ. 4. 147., 6. 5· ὕμνων. Πίνδ. Ι. 5. 25 (4. 22)· ἀλκᾶς, στεφάνων ὁ αὐτ. II. 9. 61, Ι. 1. 29· γεύεσθαί τί τινος, ἔχειν εὐχαρίστησίν τινα ἢ κέρδος παρ’ αὐτοῦ, ὁ αὐτ. Ν. 7. 127· ἐπὶ ἐγγάμου γυναικός, ἀνδρὸς γεγευμένη Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 238· γ. πόνων, δοκιμάζω, λαμβάνω πεῖραν αὐτῶν, Πίνδ. Ν. 6. 41· μόχθων Σοφ. Τρ. 1101· πένθους Εὐρ. Ἀλκ. 1069· ἀμφοτέρων Πλάτ. Πολιτ. 358E· γ. ἐμπύρων, τὰ δοκιμάζω, Σοφ. Ἀντ. 1005·-σπανίως μ. αἰτιατ., ἔρσης ἰκμάδα γευόμενος Ἀνθ. II. 6. 120. 3) ἐν τῷ μεταγ. Ἑλληνισμῷ ἀπολύτ. =ἐσθίω, λαμβάνω τροφήν, Ἑβδ. (Ἰων. γ΄, 7), Πράξ. Ἀποστ. ι΄, 10.