τανθαρύζω: Difference between revisions

From LSJ

ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft

Source
(13_2)
(6_8)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1067.png Seite 1067]] zittern, erzittern, erbeben, VLL., welche auch die Formen [[τανθαλύζω]] u. [[κανθαρίζω]] haben. Vgl. [[τανταλίζω]] u. [[τονθορύζω]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1067.png Seite 1067]] zittern, erzittern, erbeben, VLL., welche auch die Formen [[τανθαλύζω]] u. [[κανθαρίζω]] haben. Vgl. [[τανταλίζω]] u. [[τονθορύζω]].
}}
{{ls
|lstext='''τανθᾰρύζω''': ἢ (ὡς παρ’ Ἡσυχ.) τανθαλύζω, [[τρέμω]] ἢ [[ἀσπαίρω]], [[ῥῆμα]] ἀπαντῶν μόνον παρὰ τοῖς γραμματ.· ἀλλὰ τανθαρυστὸς (ἢ -ιστὸς) [[ὅρμος]] μνημονεύεται ὑπὸ [[Πολυδ]]. (Ε΄, 98) ἐκ τοῦ Θεοπόμπου τοῦ Κωμικοῦ (ἐν Ἀδήλ. 35).
}}
}}

Revision as of 10:22, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τανθᾰρύζω Medium diacritics: τανθαρύζω Low diacritics: τανθαρύζω Capitals: ΤΑΝΘΑΡΥΖΩ
Transliteration A: tantharýzō Transliteration B: tantharyzō Transliteration C: tantharyzo Beta Code: tanqaru/zw

English (LSJ)

or τανθᾰλύζω,

   A quiver, shake, found in the following forms: καθαρίζειν (κανθαρίζειν Ammon.Diff.p.79 V., τανθαρύζειν cj. Valckenaer) μὲν λέγουσιν οἱ Ἀττικοὶ τὸ τρέμειν, τονθορύζειν (-ίζειν Ammon.) δὲ τὸ ψιθυρίζειν καὶ γογγύζειν Ptol.Asc.p.410 H.; τανθαλύζει (ταντ- cod.)· τρέμει, Δωριεῖς, οἱ δὲ σπαίρει, Hsch.; ἐτανθόριζον· ἔτρεμον, Id.; ταονθορύζειν· τρέμειν, Phot., Suid. (cf. ἐκτανθαρύζω, τανταλίζω, παμφαλύζω, τοιθορύσσω): hence τανθαρύκτρια, cj. Valckenaer for τοιθορύκτρια (q.v.): τανθαρυστὸς ὅρμος a necklace quivering with suspended gems, Theopomp.Com.95.

German (Pape)

[Seite 1067] zittern, erzittern, erbeben, VLL., welche auch die Formen τανθαλύζω u. κανθαρίζω haben. Vgl. τανταλίζω u. τονθορύζω.

Greek (Liddell-Scott)

τανθᾰρύζω: ἢ (ὡς παρ’ Ἡσυχ.) τανθαλύζω, τρέμωἀσπαίρω, ῥῆμα ἀπαντῶν μόνον παρὰ τοῖς γραμματ.· ἀλλὰ τανθαρυστὸς (ἢ -ιστὸς) ὅρμος μνημονεύεται ὑπὸ Πολυδ. (Ε΄, 98) ἐκ τοῦ Θεοπόμπου τοῦ Κωμικοῦ (ἐν Ἀδήλ. 35).