οἰσπώτη: Difference between revisions
From LSJ
(9) |
(6_10) |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=oi)spw/th | |Beta Code=oi)spw/th | ||
|Definition=(<b class="b3">οἰσπωτή</b> acc. to Hdn.Gr.<span class="bibl">1.343</span>), ἡ, = foreg., <span class="bibl">Cratin.39</span>, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Lys.</span>575</span>, <span class="bibl">D.C.46.5</span>, <span class="bibl">Poll.5.91</span>. | |Definition=(<b class="b3">οἰσπωτή</b> acc. to Hdn.Gr.<span class="bibl">1.343</span>), ἡ, = foreg., <span class="bibl">Cratin.39</span>, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Lys.</span>575</span>, <span class="bibl">D.C.46.5</span>, <span class="bibl">Poll.5.91</span>. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''οἰσπώτη''': ἡ, οἰῶν [[κόπρος]], ἰδίως ἡ [[κόπρος]] ἥτις προσκολλᾶται εἰς τὰ ὀπίσθια τῶν προβάτων, Κρατῖνος ἐν «Διονυσαλεξάνδρῳ» 6, Ἀριστοφ. Λυσ. 575, Δίων Κ. 46. 5, [[Πολυδ]]. Ε΄, 91· - εἰς τὴν λέξιν ταύτην, φαίνεται ἀνήκει ἡ τοῦ Γαλην. [[γλῶσσα]] ἐν τῷ Λεξ. Ἱππ., ὁ ... ταῖς κατὰ τὴν ἕδραν [θριξὶ] συνιστάμενος [[ῥύπος]], ἂν καὶ ἡ [[ἑρμηνεία]] αὕτη δίδεται εἰς τὴν λέξιν [[οἴσπη]]. Οἱ Γραμματικοὶ [[ὅμως]] φαίνεται ὅτι ὀλίγην διάκρισιν ἔκαμνον μεταξὺ τῶν λέξεων [[οἰσύπη]] (ἢ [[οἴσπη]]) καὶ [[οἰσπώτη]], ἴδε Σουΐδ. ἐν λέξ., Ἡσύχ. - [[Κατὰ]] τον Ἀρκάδ. 114, ὁ ὀρθὸς τονισμὸς [[εἶναι]] οἰσπωτή, ὡς ἐν ταῖς λέξεσι: κηρωτή, [[μηλωτή]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:22, 5 August 2017
English (LSJ)
(οἰσπωτή acc. to Hdn.Gr.1.343), ἡ, = foreg., Cratin.39, Ar.Lys.575, D.C.46.5, Poll.5.91.
Greek (Liddell-Scott)
οἰσπώτη: ἡ, οἰῶν κόπρος, ἰδίως ἡ κόπρος ἥτις προσκολλᾶται εἰς τὰ ὀπίσθια τῶν προβάτων, Κρατῖνος ἐν «Διονυσαλεξάνδρῳ» 6, Ἀριστοφ. Λυσ. 575, Δίων Κ. 46. 5, Πολυδ. Ε΄, 91· - εἰς τὴν λέξιν ταύτην, φαίνεται ἀνήκει ἡ τοῦ Γαλην. γλῶσσα ἐν τῷ Λεξ. Ἱππ., ὁ ... ταῖς κατὰ τὴν ἕδραν [θριξὶ] συνιστάμενος ῥύπος, ἂν καὶ ἡ ἑρμηνεία αὕτη δίδεται εἰς τὴν λέξιν οἴσπη. Οἱ Γραμματικοὶ ὅμως φαίνεται ὅτι ὀλίγην διάκρισιν ἔκαμνον μεταξὺ τῶν λέξεων οἰσύπη (ἢ οἴσπη) καὶ οἰσπώτη, ἴδε Σουΐδ. ἐν λέξ., Ἡσύχ. - Κατὰ τον Ἀρκάδ. 114, ὁ ὀρθὸς τονισμὸς εἶναι οἰσπωτή, ὡς ἐν ταῖς λέξεσι: κηρωτή, μηλωτή.