οἰσπώτη

From LSJ

Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχειFelix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt

Menander, Monostichoi, 340
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰσπώτη Medium diacritics: οἰσπώτη Low diacritics: οισπώτη Capitals: ΟΙΣΠΩΤΗ
Transliteration A: oispṓtē Transliteration B: oispōtē Transliteration C: oispoti Beta Code: oi)spw/th

English (LSJ)

(οἰσπωτή acc. to Hdn. Gr. 1.343), ἡ, = οἴσπη (sheep-dung, the dirt that collects about the hinder parts of sheep), Cratin. 39, Ar. Lys. 575, DC. 46.5, Poll. 5.91.

Greek (Liddell-Scott)

οἰσπώτη: ἡ, οἰῶν κόπρος, ἰδίως ἡ κόπρος ἥτις προσκολλᾶται εἰς τὰ ὀπίσθια τῶν προβάτων, Κρατῖνος ἐν «Διονυσαλεξάνδρῳ» 6, Ἀριστοφ. Λυσ. 575, Δίων Κ. 46. 5, Πολυδ. Ε΄, 91· - εἰς τὴν λέξιν ταύτην, φαίνεται ἀνήκει ἡ τοῦ Γαλην. γλῶσσα ἐν τῷ Λεξ. Ἱππ., ὁ ... ταῖς κατὰ τὴν ἕδραν [θριξὶ] συνιστάμενος ῥύπος, ἂν καὶ ἡ ἑρμηνεία αὕτη δίδεται εἰς τὴν λέξιν οἴσπη. Οἱ Γραμματικοὶ ὅμως φαίνεται ὅτι ὀλίγην διάκρισιν ἔκαμνον μεταξὺ τῶν λέξεων οἰσύπη (ἢ οἴσπη) καὶ οἰσπώτη, ἴδε Σουΐδ. ἐν λέξ., Ἡσύχ. - Κατὰ τον Ἀρκάδ. 114, ὁ ὀρθὸς τονισμὸς εἶναι οἰσπωτή, ὡς ἐν ταῖς λέξεσι: κηρωτή, μηλωτή.

Greek Monolingual

οἰσπώτη και οἰσπωτή, ἡ (Α)
οίσπη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για συνθ. λ. με α' συνθετικό τον τ. ὄ(F)ις «πρόβατο» (χωρίς συνδετικό φωνήεων -ο-) και β' συνθετικό έναν αμάρτυρο τ. σπωτη, η σύνδεση του οποίου με τη λ. σπατίλη «υδαρές, υγρό περίττωμα» δεν θεωρείται πιθανή. Ο καταβιβασμός του τόνου στη λήγουσα στον τ. οἰσπωτή αναλογικά προς τα ουσ. σε -ωτή (πρβλ. κηρωτή, μηλωτή)].

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: greasy dirt of unshorn sheeps wool, esp. on the buttocks, also sheep droppings (Cratin., Ar., D.C., Poll.).
Other forms: (-ωτή Hdn. Gr. 1, 343, H. as μηλ-, κηρ-ωτή a.o.). Also οἴσπη (v.l. Hdt. 4, 187 [cf. οἰσύπη], Gal.), οἰσπαι προβάτων κόπρος, ῥύπος H.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: From *ὀϜι-σπωτη with unclear 2. member. Connection with the stemsyllable in σπατίλη bowels, diarrhoea (Meillet MSL 13, 291 f.) a.o. is uncertain, as the semantic function of σπα(τ)- needs explanation (cf. s. v.). Untenable further combinations in Bq and WP. 2, 683. - The word will rather be Pre-Greek; cf. the suffix -ωτ- in ἀσκαλαβώτης; s. further on οἰσύπη.

Frisk Etymology German

οἰσπώτη: {oispṓtē}
Forms: (-ωτή Hdn. Gr. 1, 343, H. wie μηλ-, κηρωτή u.a.). Auch οἴσπη (v.l. Hdt. 4, 187 [vgl. οἰσύπη, Gal.), οἰσπαι· προβάτων κόπρος, ῥύπος H.
Grammar: f.
Meaning: ‘der fettige Schmutz der ungeschorenen Schafwolle, bes. an den Hinterbacken’, auch Schafmist (Kratin., Ar., D.C., Poll.)
Etymology: Aus *ὀϝισπωτη mit dunklem Hinterglied. Anknüpfung an die Stammsilbe in σπατίλη dünner Stuhlgang (Meillet MSL 13, 291 f.) u.a.m. ist unsicher, da die semantische Funktion von σπα(τ)- der Aufklärung bedarf (vgl. s. v.). Unhaltbare weitere Kombinationen sind bei Bq und WP. 2, 683 referiert.
Page 2,368-369

German (Pape)

ἡ, = οἴσπη, der fettige Schmutz der ungewaschenen Schafwolle; ἐχρῆν ὥσπερ πόκον ἐν βαλανείῳ ἐκπλύναντας τὴν οἰσπώτην, ἐκραβδίζειν τοὺς μοχθηρούς, Ar. Lys. 574; vgl. DC. 46.5, wo es von dem Sohne eines Gerbers oder Walkers heißt οἰσπώτας καὶ ὑσπελέθους καὶ σπατίλας συλλέγων. Nach Poll. 5.91 ist οἰσπώτη (so Bekker, f.l. ist ὀΐπτωτον) = Schafmist, s. οἰσπάτη.