ἐνεός: Difference between revisions
Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection
(13_5) |
(6_4) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0838.png Seite 838]] (vgl. [[ἄνεως]]), auch [[ἐννεός]] geschr, sprachlos, stumm; neben [[κωφός]] Plat. Theaet. 206 d, wie Arist. sens. 1 probl. 33, 1; vgl. H. A. 4, 9 ὅσοι κωφοὶ γίνονται ἐκ γενετῆς, πάντες καὶ ἐννεοὶ γίνονται, also taubstumm, wie Xen. An. 4, 5, 33. – Auch = dumm, εὐήθεις – ἄκακοι καὶ ἄπειροι καὶ ἐνεοί Plat. Alc. II, 140 d; B. A. 251 ἐνεὸς ὁ διὰ μωρίαν [[λήθαργος]] καὶ [[ἀμνήμων]]. – Adv., Orac. Polyaen. 6, 53. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0838.png Seite 838]] (vgl. [[ἄνεως]]), auch [[ἐννεός]] geschr, sprachlos, stumm; neben [[κωφός]] Plat. Theaet. 206 d, wie Arist. sens. 1 probl. 33, 1; vgl. H. A. 4, 9 ὅσοι κωφοὶ γίνονται ἐκ γενετῆς, πάντες καὶ ἐννεοὶ γίνονται, also taubstumm, wie Xen. An. 4, 5, 33. – Auch = dumm, εὐήθεις – ἄκακοι καὶ ἄπειροι καὶ ἐνεοί Plat. Alc. II, 140 d; B. A. 251 ἐνεὸς ὁ διὰ μωρίαν [[λήθαργος]] καὶ [[ἀμνήμων]]. – Adv., Orac. Polyaen. 6, 53. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἐνεός''': -ά, -όν, (γράφεται καὶ διὰ δύο ν, ἀλλ’ οὐχὶ ὀρθῶς), [[ἄλαλος]], «ὃς [[οὔτε]] ἀκούει [[οὔτε]] λαλεῖ» (Ἡσύχ.), παρὰ Πλάτ. καὶ Ἀριστ. ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον συνδυάζεται [[μετὰ]] τοῦ [[κωφός]], ὁ μὴ ἐνεὸς ἢ κωφὸς ἀπ’ ἀρχῆς Πλάτ. Θεαίτ. 206D· ὅσοι δὲ κωφοὶ γίνονται ἐκ γενετῆς, πάντες καὶ ἐνεοὶ γίνονται· φωνὴν μὲν οὖν ἀφιᾶσι, διάλεκτον δ’ οὐδεμίαν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 9, 16, Προβλ. 33. 1, π. Αἰσθ. 1. 12· τοῖς δὲ παισὶν ἐδείκνυσαν, [[ὥσπερ]] ἐνεοῖς, ὅ,τι δέοι ποιεῖν Ξεν. Ἀν. 4. 5, 33. 2) ὡς τὸ [[νήπιος]], [[εὐήθης]], Πλάτ. Ἀλκ. Δεύτερος 140D· ἐν Αἰσχύλ. Πέρσ. 782 ὁ Ἕρμ. ἀποδέχεται τὴν εἰκασίαν τοῦ Μeineke ἐνεὸς ὢν ἐνεὰ φρονεῖ, ἀντὶ τοῦ: [[νέος]] ἐὼν νέα φρονεῖ τῶν κωδίκ., [[ὅπερ]] ὁ Turneb. διώρθωσεν: ὢν [[νέος]] νέα φρονεῖ: - Ἐπίρρ. ἐνεῶς, «εὐήθως, μωρῶς» (Κοραῆς), Χρησμ. παρὰ Πολυαίνῳ 6. 53. 3) ἐπὶ πραγμάτων, [[ἄχρηστος]], Ἱππ. 743C· πρβλ. ἄνεω, [[ἄναυδος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:27, 5 August 2017
English (LSJ)
(in codd. sts. ἐννεός Act.Ap.9.7, etc.), ά, όν,
A dumb, speechless, freq. joined with κωφός, as Pl.Tht.206d, Arist.HA536b4, Pr. 961b14, Sens.437a16; without κωφός, ἐνεοῖς ἀνθρώποις ὁμοίους Epicur. Fr.356, cf. LXXIs.56.10, Plu.Num.8, D.C.62.16: acc. to Hsch., ὃς οὔτε ἀκούει οὔτε λαλεῖ deaf and dumb, as in X.An.4.5.33. Adv. -εῶς dub.l. in Orac. ap. Polyaen.6.53. 2 senseless, stupid, ἀπείρους καὶ ἐ. Pl.Alc.2.140d. 3 of things, useless, Hp.Off.8; ἐς τὸ ἐ. κεῖσθαι ibid. 4 dumbfounded, astonished, εἱστήκεισαν ἐ. Act.Ap.l.c.
German (Pape)
[Seite 838] (vgl. ἄνεως), auch ἐννεός geschr, sprachlos, stumm; neben κωφός Plat. Theaet. 206 d, wie Arist. sens. 1 probl. 33, 1; vgl. H. A. 4, 9 ὅσοι κωφοὶ γίνονται ἐκ γενετῆς, πάντες καὶ ἐννεοὶ γίνονται, also taubstumm, wie Xen. An. 4, 5, 33. – Auch = dumm, εὐήθεις – ἄκακοι καὶ ἄπειροι καὶ ἐνεοί Plat. Alc. II, 140 d; B. A. 251 ἐνεὸς ὁ διὰ μωρίαν λήθαργος καὶ ἀμνήμων. – Adv., Orac. Polyaen. 6, 53.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνεός: -ά, -όν, (γράφεται καὶ διὰ δύο ν, ἀλλ’ οὐχὶ ὀρθῶς), ἄλαλος, «ὃς οὔτε ἀκούει οὔτε λαλεῖ» (Ἡσύχ.), παρὰ Πλάτ. καὶ Ἀριστ. ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον συνδυάζεται μετὰ τοῦ κωφός, ὁ μὴ ἐνεὸς ἢ κωφὸς ἀπ’ ἀρχῆς Πλάτ. Θεαίτ. 206D· ὅσοι δὲ κωφοὶ γίνονται ἐκ γενετῆς, πάντες καὶ ἐνεοὶ γίνονται· φωνὴν μὲν οὖν ἀφιᾶσι, διάλεκτον δ’ οὐδεμίαν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 9, 16, Προβλ. 33. 1, π. Αἰσθ. 1. 12· τοῖς δὲ παισὶν ἐδείκνυσαν, ὥσπερ ἐνεοῖς, ὅ,τι δέοι ποιεῖν Ξεν. Ἀν. 4. 5, 33. 2) ὡς τὸ νήπιος, εὐήθης, Πλάτ. Ἀλκ. Δεύτερος 140D· ἐν Αἰσχύλ. Πέρσ. 782 ὁ Ἕρμ. ἀποδέχεται τὴν εἰκασίαν τοῦ Μeineke ἐνεὸς ὢν ἐνεὰ φρονεῖ, ἀντὶ τοῦ: νέος ἐὼν νέα φρονεῖ τῶν κωδίκ., ὅπερ ὁ Turneb. διώρθωσεν: ὢν νέος νέα φρονεῖ: - Ἐπίρρ. ἐνεῶς, «εὐήθως, μωρῶς» (Κοραῆς), Χρησμ. παρὰ Πολυαίνῳ 6. 53. 3) ἐπὶ πραγμάτων, ἄχρηστος, Ἱππ. 743C· πρβλ. ἄνεω, ἄναυδος.