κούρητες: Difference between revisions

From LSJ

καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)

Source
(13_1)
(6_22)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1495.png Seite 1495]] οἱ, = κοῦροι, die junge, waffenfähige Mannschaft, [[κούρητες]] Παναχαιῶν, Ἀχαιῶν, Il. 19, 193. 248. – S. nom. propr.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1495.png Seite 1495]] οἱ, = κοῦροι, die junge, waffenfähige Mannschaft, [[κούρητες]] Παναχαιῶν, Ἀχαιῶν, Il. 19, 193. 248. – S. nom. propr.
}}
{{ls
|lstext='''κούρητες''': -ων, οἱ, ([[κόρος]], [[κοῦρος]]) νέοι νεανίαι, [[μάλιστα]] νέοι πολεμισταί, [[κούρητες]] Παναχαιῶν, Ἀχαιῶν Ἰλ. Τ. 193. 248· ― [[ἀλλά]], ΙΙ. Κουρῆτες, οἱ, ἀρχαιότατοι κάτοικοι τῆς ἐν Αἰτωλίᾳ Πλευρῶνος, Ἰλ. Ι. 529, 549, κτλ. 2) Κρητική τις φυλὴ ἐσχετισμένη μὲ ἰδιαιτέρας τινὰς τελετὰς ἐν Δήλῳ, παραβαλλομένας ὑπὸ τοῦ Διον. Ἁλ. 2. 71, πρὸς τὰς τῶν Ρωμαίων Σαλίων (Salii)· [[συχνάκις]] συγχεομένη πρὸς τοὺς Κορύβαντας, Στράβ. 466 κἑξ.· ― ἴδε Λοβ. Ἀγλαόφ. σ. 1111, Müller Dor. 2. 1. 6.
}}
}}

Revision as of 10:30, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κούρητες Medium diacritics: κούρητες Low diacritics: κούρητες Capitals: ΚΟΥΡΗΤΕΣ
Transliteration A: koúrētes Transliteration B: kourētes Transliteration C: koyrites Beta Code: kou/rhtes

English (LSJ)

ων, οἱ, (κόρος B, κοῦρος A)

   A young men, esp. young warriors, κούρητες Παναχαιῶν, Ἀχαιῶν, Il.19.193, 248.    II as pr.n., Κουρῆτες (Hdn.Gr.1.63, al.), Dor. Κωρῆτες, divinities coupled with Nymphs and Satyrs, K. θεοὶ φιλοπαίγμονες ὀρχηστῆρες Hes.Fr.198; worshipped in Crete, Κωρῆτας καὶ Νύμφας καὶ Κύρβαντας GDI5039.14 (Hierapytna); Κωρῆσι τοῖς πρὸ καρταιπόδων ib.iv p.1036 (Gortyn); K. Διὸς τροφεῖς λέγονται Str.10.3.19, cf. 11, E.Ba.120 (lyr.), Orph.H.38.1, Fr.151, etc.: prov., Κουρήτων στόμα, of prophecy, Zen.4.61. (Sg. only late, ὁ Κορόνους δηλοῖ νοῦν καὶ τὸν Κουρῆτα τούτου Dam.Pr. 267.)    2 armed dancers who celebrated orgiastic rites, Str.10.3.7: hence used to translate Lat. Salii, D.H.2.70; Κουρήτων Βάκχος ἐκλήθην ὁσιωθείς E.Fr.472.14 (lyr.).    3 at Ephesus, religious college of six members, συνέδριον Κουρήτων Ephes.2 No.83c, cf. SIG353.1 (iv B. C.), Str.14.1.20.    III pr. n. of a people who fought with the Aetolians, Il.9.529, al.

German (Pape)

[Seite 1495] οἱ, = κοῦροι, die junge, waffenfähige Mannschaft, κούρητες Παναχαιῶν, Ἀχαιῶν, Il. 19, 193. 248. – S. nom. propr.

Greek (Liddell-Scott)

κούρητες: -ων, οἱ, (κόρος, κοῦρος) νέοι νεανίαι, μάλιστα νέοι πολεμισταί, κούρητες Παναχαιῶν, Ἀχαιῶν Ἰλ. Τ. 193. 248· ― ἀλλά, ΙΙ. Κουρῆτες, οἱ, ἀρχαιότατοι κάτοικοι τῆς ἐν Αἰτωλίᾳ Πλευρῶνος, Ἰλ. Ι. 529, 549, κτλ. 2) Κρητική τις φυλὴ ἐσχετισμένη μὲ ἰδιαιτέρας τινὰς τελετὰς ἐν Δήλῳ, παραβαλλομένας ὑπὸ τοῦ Διον. Ἁλ. 2. 71, πρὸς τὰς τῶν Ρωμαίων Σαλίων (Salii)· συχνάκις συγχεομένη πρὸς τοὺς Κορύβαντας, Στράβ. 466 κἑξ.· ― ἴδε Λοβ. Ἀγλαόφ. σ. 1111, Müller Dor. 2. 1. 6.