καταμάω: Difference between revisions

From LSJ

τὰ ὑπὸ ἐμοῦ διδόμενα τεθήσεται ἐν τῷ ἱερῷ → what I give will be put in the temple

Source
(13_3)
(6_22)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1363.png Seite 1363]] zusammenhäufen, -lesen, -sammeln; Hom. im med., τήν ([[κόπρον]]) ῥα κυλινδόμενος καταμήσατο χερσὶν ἑῇσιν Il. 24, 165, nach dem Schol. ἐπεσώρευσε; Sp., wie Ios. τῆς κεφαλῆς κόνιν.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1363.png Seite 1363]] zusammenhäufen, -lesen, -sammeln; Hom. im med., τήν ([[κόπρον]]) ῥα κυλινδόμενος καταμήσατο χερσὶν ἑῇσιν Il. 24, 165, nach dem Schol. ἐπεσώρευσε; Sp., wie Ios. τῆς κεφαλῆς κόνιν.
}}
{{ls
|lstext='''καταμάω''': -ῶ, ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. μόνον [[ἅπαξ]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, [[συσσωρεύω]], [[συλλέγω]], [[συναθροίζω]], τήν ῥα (δηλ. τήν κόπρον) κυλινδόμενος κατᾰμήσατο χερσὶ ἑῇσιν Ἰλ. Ω. 165˙ τὸν χοῦν καταμήσονται ([[οὕτως]] ὁ Meineke ἀντὶ κατακοιμήσονται) Φερεκρ. ἐν «Μυρμ.» 6˙ [[μετὰ]] γεν., [[ἐπισωρεύω]] ἐπί τινος, καταμώμενοι τῆς κεφαλῆς κόνιν Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 2. 21, 3˙ «ἐπιβαλών, ἐπικαταχέας» Σουΐδ. ΙΙ. ὁ Σοφ. ἔχει ἐνεργ., κατ’ αὖ νιν… νερτέρων ἀμᾷ [[κοπίς]] ([[οὕτως]] ὁ Jortin ἀντὶ τοῦ [[κόνις]]), κατακόπτει, θερίζει ὡς σῖτον (πρβλ. [[ἀμάω]]), Ἀντ. 601˙ πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1187, Ἄρεως ἀμώοντος˙ ἂν διατηρήσωμεν τὴν γραφὴν [[κόνις]], τὸ καταμᾷ [[δέον]] νὰ ἑρμηνευθῇ ἐπικαλύπτει. Περὶ τῆς ποσότητος ἴδε [[ἀμάω]].
}}
}}

Revision as of 10:32, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατᾰμάω Medium diacritics: καταμάω Low diacritics: καταμάω Capitals: ΚΑΤΑΜΑΩ
Transliteration A: katamáō Transliteration B: katamaō Transliteration C: katamao Beta Code: katama/w

English (LSJ)

once in Hom. in Med.,

   A scrape up, heap up, τήν ῥα (sc. τὴν κόπρον) κυλινδόμενος καταμήσατο Χερσὶν ἑῇσι Il.24.165; τὸν Χοῦν καταμήσονται (Mein. for κατακοιμήσονται) Pherecr.121: c. gen., heap upon, καταμώμενοι τῆς κεφαλῆς κόνιν J.BJ2.15.4, v.l. ib.2.21.3.    II κατ' αὖ νιν . . νερτέρων ἀμᾷ κοπίς (Jortin for κόνις) cuts it down, reaps it like corn, S.Ant.601 (lyr.); if κόνις is retained, καταμᾷ must be rendered covers over.

German (Pape)

[Seite 1363] zusammenhäufen, -lesen, -sammeln; Hom. im med., τήν (κόπρον) ῥα κυλινδόμενος καταμήσατο χερσὶν ἑῇσιν Il. 24, 165, nach dem Schol. ἐπεσώρευσε; Sp., wie Ios. τῆς κεφαλῆς κόνιν.

Greek (Liddell-Scott)

καταμάω: -ῶ, ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. μόνον ἅπαξ ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, συσσωρεύω, συλλέγω, συναθροίζω, τήν ῥα (δηλ. τήν κόπρον) κυλινδόμενος κατᾰμήσατο χερσὶ ἑῇσιν Ἰλ. Ω. 165˙ τὸν χοῦν καταμήσονται (οὕτως ὁ Meineke ἀντὶ κατακοιμήσονται) Φερεκρ. ἐν «Μυρμ.» 6˙ μετὰ γεν., ἐπισωρεύω ἐπί τινος, καταμώμενοι τῆς κεφαλῆς κόνιν Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 2. 21, 3˙ «ἐπιβαλών, ἐπικαταχέας» Σουΐδ. ΙΙ. ὁ Σοφ. ἔχει ἐνεργ., κατ’ αὖ νιν… νερτέρων ἀμᾷ κοπίς (οὕτως ὁ Jortin ἀντὶ τοῦ κόνις), κατακόπτει, θερίζει ὡς σῖτον (πρβλ. ἀμάω), Ἀντ. 601˙ πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1187, Ἄρεως ἀμώοντος˙ ἂν διατηρήσωμεν τὴν γραφὴν κόνις, τὸ καταμᾷ δέον νὰ ἑρμηνευθῇ ἐπικαλύπτει. Περὶ τῆς ποσότητος ἴδε ἀμάω.