ἐπιμερίζω: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ γὰρ θανεῖν οὐκ αἰσχρόν, ἀλλ' αἰσχρῶς θανεῖν → Mors ipsa non est foeda, sed foede mori → Das Sterben bringt nicht Schmach, doch sterben in der Schmach

Menander, Monostichoi, 504
(13_5)
(6_1)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0962.png Seite 962]] theilweise hinzufügen. zutheilen, [[τετράκις]] χιλίους ταῖς φράτραις ἐπεμέρισαν D. Hal. 2, 50; eintheilen, Strab. XIII, 587; ἐπιμεριζόμενα sind bei den Grammatikern die Pronomina [[ἑκάτερος]], [[ἕκαστος]] u. ä., u. die distributiven Zahlwörter, vgl. Choerobosc. B. A. 1340.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0962.png Seite 962]] theilweise hinzufügen. zutheilen, [[τετράκις]] χιλίους ταῖς φράτραις ἐπεμέρισαν D. Hal. 2, 50; eintheilen, Strab. XIII, 587; ἐπιμεριζόμενα sind bei den Grammatikern die Pronomina [[ἑκάτερος]], [[ἕκαστος]] u. ä., u. die distributiven Zahlwörter, vgl. Choerobosc. B. A. 1340.
}}
{{ls
|lstext='''ἐπιμερίζω''': [[διανέμω]], διαμοιράζω, τινί τι, [[τετρακισχίλιοι]], οὓς ταῖς φράτραις ἐπεμέρισαν Διον. Ἁλ. 2. 50· τὰ ἐπιμεριζόμενα, ἐπιμεριστικαὶ ἀντωνυμίαι, [[οἷον]] [[ἕτερος]], [[ἑκάτερος]], [[ἕκαστος]], Διον. [[Θρᾷξ]] 636. 13· περὶ γενικῆς διαιρετ., «πᾶσα γενικὴ παντὸς ὀνόματος ἐπιμεριζομένη συνέχει τὸ ἄρθρον (τῶν ἀνθρώπων οἱ μέν... οἱ δέ...)» Ἀπολλ. Δ. π. Συντ. 92. 21., 36. 10., 35. 24, 1. 3) [[μνημονεύω]] καθ’ ἓν ἕκαστον, Στράβων 587.
}}
}}

Revision as of 10:39, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιμερίζω Medium diacritics: ἐπιμερίζω Low diacritics: επιμερίζω Capitals: ΕΠΙΜΕΡΙΖΩ
Transliteration A: epimerízō Transliteration B: epimerizō Transliteration C: epimerizo Beta Code: e)pimeri/zw

English (LSJ)

   A impart, give a portion, v.l. in LXXJb.31.2, 39.17.    b. Astrol., assign a number of years to life, Vett. Val.164.9.    2. distribute, τινὰς τοῖς φράτραις D.H.2.50; esp. in Gramm., πρόσωπα A.D.Synt.92.21; ἐπιμεριζόμενον ὄνομα distributive, D.T.637.15; also γενικὴ-ομένη partitive genitive, A.D.Synt.35.1:—Pass., to be distributed, εἰς πλείονας ἡμέρας Sor.1.21.    3. mention severally, enumerate, Str.13.1.10, Hdn.Epim.157.

German (Pape)

[Seite 962] theilweise hinzufügen. zutheilen, τετράκις χιλίους ταῖς φράτραις ἐπεμέρισαν D. Hal. 2, 50; eintheilen, Strab. XIII, 587; ἐπιμεριζόμενα sind bei den Grammatikern die Pronomina ἑκάτερος, ἕκαστος u. ä., u. die distributiven Zahlwörter, vgl. Choerobosc. B. A. 1340.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιμερίζω: διανέμω, διαμοιράζω, τινί τι, τετρακισχίλιοι, οὓς ταῖς φράτραις ἐπεμέρισαν Διον. Ἁλ. 2. 50· τὰ ἐπιμεριζόμενα, ἐπιμεριστικαὶ ἀντωνυμίαι, οἷον ἕτερος, ἑκάτερος, ἕκαστος, Διον. Θρᾷξ 636. 13· περὶ γενικῆς διαιρετ., «πᾶσα γενικὴ παντὸς ὀνόματος ἐπιμεριζομένη συνέχει τὸ ἄρθρον (τῶν ἀνθρώπων οἱ μέν... οἱ δέ...)» Ἀπολλ. Δ. π. Συντ. 92. 21., 36. 10., 35. 24, 1. 3) μνημονεύω καθ’ ἓν ἕκαστον, Στράβων 587.