συνεκπίπτω: Difference between revisions
ἔνθα μὲν οὔτε βοῶν οὔτ' ἀνδρῶν φαίνετο ἔργα → from there no works of men or oxen appeared
(13_6a) |
(6_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1013.png Seite 1013]] (s. [[πίπτω]]), mit od. zugleich herausfallen, hervorbrechen, herausgerissen werden; ἐκ τῶν ῥιζῶν ξυνεκπίπτουσαι, Plat. Tim. 84 b; hervorgehen, ἀεὶ συνεκπίπτουσα καὶ γεννωμένη [[αἴσθησις]], Theaet. 156 b; auch vom übereinstimmenden Ausfall der Meinungen beim Abstimmen über eine Sache, αἱ γνῶμαι συνεκπ ίπτουσιν, die Meinungen stimmen überein, Her. 1, 206. 8, 49; οἱ πολλοὶ συνεξέπιπτον, 8, 123; eigtl. vom Herausfallen oder Herausschütten der Stimmsteinchen oder -täfelchen aus dem Gefäß, in dem sie gesammelt wurden, 5, 22; Luc. Nigr. 8; ἀστραπαί, Plut. Timol. 28. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1013.png Seite 1013]] (s. [[πίπτω]]), mit od. zugleich herausfallen, hervorbrechen, herausgerissen werden; ἐκ τῶν ῥιζῶν ξυνεκπίπτουσαι, Plat. Tim. 84 b; hervorgehen, ἀεὶ συνεκπίπτουσα καὶ γεννωμένη [[αἴσθησις]], Theaet. 156 b; auch vom übereinstimmenden Ausfall der Meinungen beim Abstimmen über eine Sache, αἱ γνῶμαι συνεκπ ίπτουσιν, die Meinungen stimmen überein, Her. 1, 206. 8, 49; οἱ πολλοὶ συνεξέπιπτον, 8, 123; eigtl. vom Herausfallen oder Herausschütten der Stimmsteinchen oder -täfelchen aus dem Gefäß, in dem sie gesammelt wurden, 5, 22; Luc. Nigr. 8; ἀστραπαί, Plut. Timol. 28. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''συνεκπίπτω''': [[ἐκπίπτω]], [[ἐξέρχομαι]] ἢ ἐκβάλλομαι [[ὁμοῦ]], ἐὰν καὶ τὸ [[ὕστερον]] συνεκπέσῃ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 10, 2· μετά τινος Πλάτ. Θεαίτ. 156Β. ΙΙ. [[μετὰ]] δοτικ., ἐξορμῶ [[ὁμοῦ]] κατά τινος, συνεξέπεσον εἰς τὸ [[πεδίον]] τοῖς φεύγουσι Πλουτ. Πελοπ. 32, Λύσανδρ. 28. 2) ἐξελαύνομαι ἢ ἐξορίζομαι [[ὁμοῦ]] μετά τινος, ὁ αὐτ. ἐν Ἀντων. 32. 3) ἐξαφανίζομαι [[ὁμοῦ]], ἀτμὸς σ. ἀπιόντι τῷ θερμῷ ὁ αὐτ. 2. 496Α, πρβλ. Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 62. ΙΙΙ. ἐπὶ τῶν [[ψήφων]] ἐξερχομένων ἐκ τῆς κάλπης, ἐν ᾗ ἦσαν ἠθροισμέναι, [[ἐξέρχομαι]] ἐν συμφωνίᾳ, συμβαίνει νὰ συμφωνῶ, κατὰ τωὐτὸ αἱ γνῶμαι συνεκπίπτουσιν Ἡρόδ. 1. 206· αἱ πλεῖσται γνῶμαι σ. ναυσιμαχέειν, ἦσαν σύμφωνοι [[ὅπως]] γείνῃ ἡ [[ναυμαχία]], ὁ αὐτ. 8. 49· οἱ πολλοὶ συν. Θεμιστοκλέα κρίνοντες, συνεφώνουν προτιμῶντες τὸν Θεμ., [[αὐτόθι]] 123· 2) [[μετὰ]] δοτ., [[ἐξέρχομαι]] [[ἴσος]] μὲ ἄλλον, ἀποδείκνυμαι [[ἴσος]], ἀγωνιζόμενος [[στάδιον]] συνεξέπιπτε τῷ πρώτῳ ὁ αὐτ. 5. 52, πρβλ. Πλούτ. 2. 1045D. IV. ἐκρίπτομαι ἢ [[ἀποτυγχάνω]] [[ὁμοῦ]], ἔν τινι Δημάδ. 179. 29 (ὁ Βεκκῆρος συμβουλεύει τὴν ἀπαλοιφὴν τοῦ ἐν)· ἐπὶ δράματος, ἀποδοκιμάζομαι, Λουκ. Νιγρῖν. 8. V. ἐκσπῶμαι, ἀποσπῶμαι [[ὁμοῦ]], ἐκ τῶν ῥιζῶν Πλάτ. Τίμ. 84Β. VI. [[ἐκπίπτω]], [[καταπίπτω]] [[ὁμοῦ]], εἴς τι Λογγῖν. 41. 1. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:40, 5 August 2017
English (LSJ)
A fall out or be ejected together, Hp.Vict.1.27 (v.l. συνεμ-), Arist.HA587a13; αἴσθησις -ουσα μετὰ τοῦ αἰσθητοῦ Pl.Tht.156b; δεῖ . . συνεκπίπτειν τὴν ὅρασιν τῷ ὁρατῷ Plot.5.3.10, cf. 6.2.9. II c. dat., rush out together with, Plu.Pel.32, Lys.28; to be carried away by, ταῖς ὁρμαῖς τῶν πολιτῶν Id.Per.20, cf. Plb.27.9.9. 2 to be driven out or banished together with, Plu.Ant.32. 3 disappear together with, ἀτμὸς σ. ἀπιόντι τῷ θερμῷ Id.2.946a, cf. Luc. Hist.Conscr.62. III (from voting tablets coming out of the urn in which they were collected) come out in agreement, happen to agree, κατὰ τὠυτὸ αἱ γνῶμαι συνεξέπιπτον Hdt.1.206; αἱ γνῶμαι αἱ πλεῖσται σ. ναυμαχέειν agreed in advising to fight, Id.8.49; οἱ πολλοὶ σ. Θεμιστοκλέα κρίνοντες agreed in choosing, ib.123. 2 c. dat., come out equal to another, run a dead heat with him, ἀγωνιζόμενος στάδιον συνεξέπιπτε τῷ πρώτῳ Id.5.22, cf. Plu.2.1045d. IV fail together, ἔν τινι Demad.8 (s. v.l.); of a play, to be rejected together with the actor, Luc.Nigr.8. V of flesh, fall away together, Pl. Ti.84b. VI degenerate together, εἴς τι Longin.41.1.
German (Pape)
[Seite 1013] (s. πίπτω), mit od. zugleich herausfallen, hervorbrechen, herausgerissen werden; ἐκ τῶν ῥιζῶν ξυνεκπίπτουσαι, Plat. Tim. 84 b; hervorgehen, ἀεὶ συνεκπίπτουσα καὶ γεννωμένη αἴσθησις, Theaet. 156 b; auch vom übereinstimmenden Ausfall der Meinungen beim Abstimmen über eine Sache, αἱ γνῶμαι συνεκπ ίπτουσιν, die Meinungen stimmen überein, Her. 1, 206. 8, 49; οἱ πολλοὶ συνεξέπιπτον, 8, 123; eigtl. vom Herausfallen oder Herausschütten der Stimmsteinchen oder -täfelchen aus dem Gefäß, in dem sie gesammelt wurden, 5, 22; Luc. Nigr. 8; ἀστραπαί, Plut. Timol. 28.
Greek (Liddell-Scott)
συνεκπίπτω: ἐκπίπτω, ἐξέρχομαι ἢ ἐκβάλλομαι ὁμοῦ, ἐὰν καὶ τὸ ὕστερον συνεκπέσῃ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 10, 2· μετά τινος Πλάτ. Θεαίτ. 156Β. ΙΙ. μετὰ δοτικ., ἐξορμῶ ὁμοῦ κατά τινος, συνεξέπεσον εἰς τὸ πεδίον τοῖς φεύγουσι Πλουτ. Πελοπ. 32, Λύσανδρ. 28. 2) ἐξελαύνομαι ἢ ἐξορίζομαι ὁμοῦ μετά τινος, ὁ αὐτ. ἐν Ἀντων. 32. 3) ἐξαφανίζομαι ὁμοῦ, ἀτμὸς σ. ἀπιόντι τῷ θερμῷ ὁ αὐτ. 2. 496Α, πρβλ. Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 62. ΙΙΙ. ἐπὶ τῶν ψήφων ἐξερχομένων ἐκ τῆς κάλπης, ἐν ᾗ ἦσαν ἠθροισμέναι, ἐξέρχομαι ἐν συμφωνίᾳ, συμβαίνει νὰ συμφωνῶ, κατὰ τωὐτὸ αἱ γνῶμαι συνεκπίπτουσιν Ἡρόδ. 1. 206· αἱ πλεῖσται γνῶμαι σ. ναυσιμαχέειν, ἦσαν σύμφωνοι ὅπως γείνῃ ἡ ναυμαχία, ὁ αὐτ. 8. 49· οἱ πολλοὶ συν. Θεμιστοκλέα κρίνοντες, συνεφώνουν προτιμῶντες τὸν Θεμ., αὐτόθι 123· 2) μετὰ δοτ., ἐξέρχομαι ἴσος μὲ ἄλλον, ἀποδείκνυμαι ἴσος, ἀγωνιζόμενος στάδιον συνεξέπιπτε τῷ πρώτῳ ὁ αὐτ. 5. 52, πρβλ. Πλούτ. 2. 1045D. IV. ἐκρίπτομαι ἢ ἀποτυγχάνω ὁμοῦ, ἔν τινι Δημάδ. 179. 29 (ὁ Βεκκῆρος συμβουλεύει τὴν ἀπαλοιφὴν τοῦ ἐν)· ἐπὶ δράματος, ἀποδοκιμάζομαι, Λουκ. Νιγρῖν. 8. V. ἐκσπῶμαι, ἀποσπῶμαι ὁμοῦ, ἐκ τῶν ῥιζῶν Πλάτ. Τίμ. 84Β. VI. ἐκπίπτω, καταπίπτω ὁμοῦ, εἴς τι Λογγῖν. 41. 1.