καταμέλλω: Difference between revisions

From LSJ

ἐὰν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ καὶ τῶν ἀγγέλων, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, γέγονα χαλκὸς ἠχῶν ἢ κύμβαλον ἀλαλάζον → though I speak with the tongues of men and of angels and have not charity I am become as sounding brass or a tinkling cymbal

Source
(13_2)
(6_2)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1363.png Seite 1363]] (s. [[μέλλω]]), verzögern, aufschieben, zaudern, bes. im Kriege den Feind nicht angreifen wollen, Pol. 4, 30, 2. 60, 7. 9 u. öfter.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1363.png Seite 1363]] (s. [[μέλλω]]), verzögern, aufschieben, zaudern, bes. im Kriege den Feind nicht angreifen wollen, Pol. 4, 30, 2. 60, 7. 9 u. öfter.
}}
{{ls
|lstext='''καταμέλλω''': [[λίαν]] [[μέλλω]] καὶ [[ἀναβάλλω]], [[διστάζω]] νὰ πράξω τι, Λατ. detrectare pugnam, ἰδίως ἐν πολέμῳ, [[ἀναβάλλω]] καὶ [[ἀποφεύγω]] νὰ προσβάλω τὸν ἐχθρὸν ἐκ φόβου· ὑπερτιθεμένοις καὶ καταμέλλουσι καὶ [[καθόλου]] δεδιόσι Πολύβ. 4. 30, 2˙ ὀλιγωροῦντα καὶ κ. καὶ προϊέμενον ἀεὶ τοὺς δεομένους 60. 7, 9.
}}
}}

Revision as of 10:43, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταμέλλω Medium diacritics: καταμέλλω Low diacritics: καταμέλλω Capitals: ΚΑΤΑΜΕΛΛΩ
Transliteration A: kataméllō Transliteration B: katamellō Transliteration C: katamello Beta Code: katame/llw

English (LSJ)

   A procrastinate, Plb.4.30.2, al., Phld.Herc.1251.8.

German (Pape)

[Seite 1363] (s. μέλλω), verzögern, aufschieben, zaudern, bes. im Kriege den Feind nicht angreifen wollen, Pol. 4, 30, 2. 60, 7. 9 u. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

καταμέλλω: λίαν μέλλω καὶ ἀναβάλλω, διστάζω νὰ πράξω τι, Λατ. detrectare pugnam, ἰδίως ἐν πολέμῳ, ἀναβάλλω καὶ ἀποφεύγω νὰ προσβάλω τὸν ἐχθρὸν ἐκ φόβου· ὑπερτιθεμένοις καὶ καταμέλλουσι καὶ καθόλου δεδιόσι Πολύβ. 4. 30, 2˙ ὀλιγωροῦντα καὶ κ. καὶ προϊέμενον ἀεὶ τοὺς δεομένους 60. 7, 9.