στοιχίζω: Difference between revisions

From LSJ

σωφροσύνης πίστην ἔχειν περί τινος → to be persuaded of one's probity

Source
(13_4)
(6_12)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0946.png Seite 946]] in eine Reihe stellen, bes. die Pfähle mit den Netzen in eine Reihe pflanzen, um das Wild hineinzutreiben, Xen. Cyr. 6, 8; übtr., τρόπους δὲ πολλοὺς μαντικῆς ἐστοίχισα, Aesch. Prom. 482.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0946.png Seite 946]] in eine Reihe stellen, bes. die Pfähle mit den Netzen in eine Reihe pflanzen, um das Wild hineinzutreiben, Xen. Cyr. 6, 8; übtr., τρόπους δὲ πολλοὺς μαντικῆς ἐστοίχισα, Aesch. Prom. 482.
}}
{{ls
|lstext='''στοιχίζω''': θέτω εἰς στοῖχον, «ἀραδιάζω», ἰδίως, ἐμπήγω κατὰ σειρὰν πασσάλους [[μετὰ]] βρόχων [[ὅπως]] ἐγκλείσω τὸ [[θήραμα]] εἰς αὐτούς, Ξεν. Κυν. 6, 8· πρβλ. [[στοῖχος]] ΙΙ, [[περιστοιχίζω]]. - Παθ., τίθεμαι κατὰ σειράς, γραμμάς, Ἑβδ. (Ἰεζεκ. ΜΒ΄, 3) ΙΙ. [[κατατάσσω]], [[διατάσσω]], διεθετῶ συστηματικῶς, τρόπους μαντικῆς Αἰσχύλ. Πρ. 484· πρβλ. [[διαστοιχίζομαι]].
}}
}}

Revision as of 10:45, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στοιχίζω Medium diacritics: στοιχίζω Low diacritics: στοιχίζω Capitals: ΣΤΟΙΧΙΖΩ
Transliteration A: stoichízō Transliteration B: stoichizō Transliteration C: stoichizo Beta Code: stoixi/zw

English (LSJ)

   A set in a row, esp. set a row of poles with nets to drive the game into, X.Cyn.6.8; cf. στοῖχος 11, περιστοιχίζω:—Pass., to be set in rows, v.l. for ἐστιχ- in LXX Ez.42.3.    II order or arrange in system, τρόπους μαντικῆς A.Pr.484.

German (Pape)

[Seite 946] in eine Reihe stellen, bes. die Pfähle mit den Netzen in eine Reihe pflanzen, um das Wild hineinzutreiben, Xen. Cyr. 6, 8; übtr., τρόπους δὲ πολλοὺς μαντικῆς ἐστοίχισα, Aesch. Prom. 482.

Greek (Liddell-Scott)

στοιχίζω: θέτω εἰς στοῖχον, «ἀραδιάζω», ἰδίως, ἐμπήγω κατὰ σειρὰν πασσάλους μετὰ βρόχων ὅπως ἐγκλείσω τὸ θήραμα εἰς αὐτούς, Ξεν. Κυν. 6, 8· πρβλ. στοῖχος ΙΙ, περιστοιχίζω. - Παθ., τίθεμαι κατὰ σειράς, γραμμάς, Ἑβδ. (Ἰεζεκ. ΜΒ΄, 3) ΙΙ. κατατάσσω, διατάσσω, διεθετῶ συστηματικῶς, τρόπους μαντικῆς Αἰσχύλ. Πρ. 484· πρβλ. διαστοιχίζομαι.