διαστοιχίζομαι

From LSJ

Λύπην γὰρ εὔνους οἶδε θεραπεύειν λόγος → Sanare luctum scit benevola oratioBetrübnis weiß zu heilen ein geneigtes Wort

Menander, Monostichoi, 319
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαστοιχίζομαι Medium diacritics: διαστοιχίζομαι Low diacritics: διαστοιχίζομαι Capitals: ΔΙΑΣΤΟΙΧΙΖΟΜΑΙ
Transliteration A: diastoichízomai Transliteration B: diastoichizomai Transliteration C: diastoichizomai Beta Code: diastoixi/zomai

English (LSJ)

Med., arrange for oneself regularly, regulate exactly, ἀρχήν A.Pr.232.

Spanish (DGE)

1 disponer para sí mismo ἀρχήν A.Pr.230, cf. Hsch.
2 diferenciar en v. pas. ταῦτα ... ἀπ' ἀλλήλων διαστοιχιζόμενα Gr.Nyss.M.46.109C.

French (Bailly abrégé)

organiser en distinguant les rangs, acc..
Étymologie: διά, στοιχίζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διαστοιχίζομαι [διά, στοιχίζω] nauwkeurig regelen.

German (Pape)

abgesondert zurheilen, anweisen, ἀρχήν Aesch. Prom. 230.

Russian (Dvoretsky)

διαστοιχίζομαι: точно распределять (ἀρχήν Aesch.).

Greek Monolingual

διαστοιχίζομαι (Α)
τοποθετώ με ορισμένη σειρά ή τάξη, κατατάσσω, ρυθμίζω.

Greek Monotonic

διαστοιχίζομαι: Μέσ., τακτοποιούμαι, τακτοποιώ με ακρίβεια, ταξινομώ, ορίζω επακριβώς, ἀρχήν, σε Αισχύλ.

Greek (Liddell-Scott)

διαστοιχίζομαι: μέσ., ἐν τάξει διατίθημι, κανονίζω ἀκριβῶς, ἀρχὴν Αἰσχύλ. Πρ. 230· πρβλ. στοιχίζω.

Middle Liddell

Mid. to arrange for oneself regularly, regulate exactly, ἀρχήν Aesch.