διαστοιχίζομαι
Λύπην γὰρ εὔνους οἶδε θεραπεύειν λόγος → Sanare luctum scit benevola oratio → Betrübnis weiß zu heilen ein geneigtes Wort
English (LSJ)
Med., arrange for oneself regularly, regulate exactly, ἀρχήν A.Pr.232.
Spanish (DGE)
1 disponer para sí mismo ἀρχήν A.Pr.230, cf. Hsch.
2 diferenciar en v. pas. ταῦτα ... ἀπ' ἀλλήλων διαστοιχιζόμενα Gr.Nyss.M.46.109C.
French (Bailly abrégé)
organiser en distinguant les rangs, acc..
Étymologie: διά, στοιχίζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διαστοιχίζομαι [διά, στοιχίζω] nauwkeurig regelen.
German (Pape)
abgesondert zurheilen, anweisen, ἀρχήν Aesch. Prom. 230.
Russian (Dvoretsky)
διαστοιχίζομαι: точно распределять (ἀρχήν Aesch.).
Greek Monolingual
διαστοιχίζομαι (Α)
τοποθετώ με ορισμένη σειρά ή τάξη, κατατάσσω, ρυθμίζω.
Greek Monotonic
διαστοιχίζομαι: Μέσ., τακτοποιούμαι, τακτοποιώ με ακρίβεια, ταξινομώ, ορίζω επακριβώς, ἀρχήν, σε Αισχύλ.
Greek (Liddell-Scott)
διαστοιχίζομαι: μέσ., ἐν τάξει διατίθημι, κανονίζω ἀκριβῶς, ἀρχὴν Αἰσχύλ. Πρ. 230· πρβλ. στοιχίζω.
Middle Liddell
Mid. to arrange for oneself regularly, regulate exactly, ἀρχήν Aesch.