προβούλευμα: Difference between revisions

From LSJ

ὃν οὐ τύπτει λόγος οὐδὲ ῥάβδος → if words don't get through, neither a beating will | if the carrot doesn't work, the stick will not work either | whom words do not strike, neither does the rod

Source
(13_5)
(6_21)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0712.png Seite 712]] τό, Vorbeschluß; bes. in Athen ein vorläufiger Beschluß des Rathes, der erst durch Zustimmung des Volks zu einem [[βούλευμα]] wird u. Gültigkeit erhält, also ein Gesetzentwurf, der dem Volke zur Genehmigung vorgetragen werden soll; ἐξήνεγκε προβ. εἰς τὸν δῆμον, Dem. 59, 4; ἐγράφη, 24, 11; ἐκφέρεται πρ. εἰς τὴν ἐκκλησίαν, Aesch. 3, 125, u. A.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0712.png Seite 712]] τό, Vorbeschluß; bes. in Athen ein vorläufiger Beschluß des Rathes, der erst durch Zustimmung des Volks zu einem [[βούλευμα]] wird u. Gültigkeit erhält, also ein Gesetzentwurf, der dem Volke zur Genehmigung vorgetragen werden soll; ἐξήνεγκε προβ. εἰς τὸν δῆμον, Dem. 59, 4; ἐγράφη, 24, 11; ἐκφέρεται πρ. εἰς τὴν ἐκκλησίαν, Aesch. 3, 125, u. A.
}}
{{ls
|lstext='''προβούλευμα''': τό, ἐν Ἀθήναις προκαταρκτικὴ [[ἀπόφασις]] ἢ [[διάταξις]] τῆς βουλῆς ἢ σχέδιον νόμου, ἢ ἀποφάσεως, [[ὅπερ]] καθίστατο [[βούλευμα]] ἐὰν ἐψηφίζετο ὑπὸ τῆς ἐκκλησίας, Δημ. 228. 27., 703. 17, Αἰσχίν. 71. 22· ἐπέτειον πρ. Δημ. 651. 15 κἑξ., Ἀριστ. Ἀθην. Πολ. 64, 20 Blass. ― [[Κατὰ]] Φώτ.: «προβουλεύματα: τὰ τῆς βουλῆς περὶ τῶν ψηφισμάτων βουλεύματα· ἃ πρὸ τοῦ δήμου ἐβούλευεν· τὰ γὰρ ψηφίσματα πρῶτον μὲν εἰσίετο εἰς τὴν βουλήν· [[εἶτα]] δεξαμένης εἰσεφέρετο εἰς τὸν δῆμον, ἤδη προκυρωθέντα καὶ προβουλευθέντα· εἰ δὲ μὴ ἐδέξατο ἡ [[βουλή]], οὐδ’ εἰς τὸν δῆμον εἰσεφέρετο· ἀλλὰ παρανομῶν ὁ εἰσάγων ἡλίσκετο· [[μετὰ]] μέντοι καὶ τὸν δῆμον χειροτονῆσαι κύρια ἦν τὰ προβουλεύματα, εἰ μή τις ἐγράψατο»· ἴδε Λεξ. Ἀρχαιολ. ΙΙ. ὡς [[ἀπόδοσις]] τοῦ Ρωμαϊκοῦ senatusconsultum, Διον. Ἁλ. 6. 67., 7. 38.
}}
}}

Revision as of 10:51, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προβούλευμα Medium diacritics: προβούλευμα Low diacritics: προβούλευμα Capitals: ΠΡΟΒΟΥΛΕΥΜΑ
Transliteration A: proboúleuma Transliteration B: probouleuma Transliteration C: provoylevma Beta Code: probou/leuma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A preliminary decree of the senate, to be laid before the Ecclesia, Eup.73 (dub.), D.18.9, 24.11, Aeschin.3.125.    II = Lat. senatusconsultum, D.H.6.67, 7.38.

German (Pape)

[Seite 712] τό, Vorbeschluß; bes. in Athen ein vorläufiger Beschluß des Rathes, der erst durch Zustimmung des Volks zu einem βούλευμα wird u. Gültigkeit erhält, also ein Gesetzentwurf, der dem Volke zur Genehmigung vorgetragen werden soll; ἐξήνεγκε προβ. εἰς τὸν δῆμον, Dem. 59, 4; ἐγράφη, 24, 11; ἐκφέρεται πρ. εἰς τὴν ἐκκλησίαν, Aesch. 3, 125, u. A.

Greek (Liddell-Scott)

προβούλευμα: τό, ἐν Ἀθήναις προκαταρκτικὴ ἀπόφασιςδιάταξις τῆς βουλῆς ἢ σχέδιον νόμου, ἢ ἀποφάσεως, ὅπερ καθίστατο βούλευμα ἐὰν ἐψηφίζετο ὑπὸ τῆς ἐκκλησίας, Δημ. 228. 27., 703. 17, Αἰσχίν. 71. 22· ἐπέτειον πρ. Δημ. 651. 15 κἑξ., Ἀριστ. Ἀθην. Πολ. 64, 20 Blass. ― Κατὰ Φώτ.: «προβουλεύματα: τὰ τῆς βουλῆς περὶ τῶν ψηφισμάτων βουλεύματα· ἃ πρὸ τοῦ δήμου ἐβούλευεν· τὰ γὰρ ψηφίσματα πρῶτον μὲν εἰσίετο εἰς τὴν βουλήν· εἶτα δεξαμένης εἰσεφέρετο εἰς τὸν δῆμον, ἤδη προκυρωθέντα καὶ προβουλευθέντα· εἰ δὲ μὴ ἐδέξατο ἡ βουλή, οὐδ’ εἰς τὸν δῆμον εἰσεφέρετο· ἀλλὰ παρανομῶν ὁ εἰσάγων ἡλίσκετο· μετὰ μέντοι καὶ τὸν δῆμον χειροτονῆσαι κύρια ἦν τὰ προβουλεύματα, εἰ μή τις ἐγράψατο»· ἴδε Λεξ. Ἀρχαιολ. ΙΙ. ὡς ἀπόδοσις τοῦ Ρωμαϊκοῦ senatusconsultum, Διον. Ἁλ. 6. 67., 7. 38.