διανέμω: Difference between revisions
Φίλους ἔχων νόμιζε θησαυροὺς ἔχειν → Tibi si est amicus, esse thesaurum puta → Mit Freunden, glaub es nur, besitzt du einen Schatz
(13_6b) |
(6_13a) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0592.png Seite 592]] (s. [[νέμω]]), 1) <b class="b2">vertheilen</b>, Plat. u. Folgde, bes. τινί τι, z. B. τὰ δίκαια καὶ ὅσια ὀρθῶς πᾶσι Polit. 301; auch ἐπὶ τὰ ἑαυτῶν ἕκαστα ἐκμαγεῖα, auf, Theaet. 194 d; Min. 321 c; τριχῇ τὸ [[στράτευμα]] Gorg. 464 c; ἡ [[χώρα]] κατὰ [[δώδεκα]] μέρη διανενέμηται Legg. VI, 758 e; εἴς τι, Tim. 55 d; auch γῆ δὲ καὶ οἰκήσεις [[ὡσαύτως]] τὰ αὐτὰ μέρη διανεμηθήτων, sollen in eben so viel Theile getheilt werden, Legg. V, 737 e; vgl. Tim. 35 b. – 2) verwalten, [[ἄστυ]], ναόν, Pind. P. 4, 261. 8, 65. – Med., unter sich vertheilen, sich in etwas theilen, Her. 8, 128; Plat. Gorg. 523 a u. Folgde, z. B. Plut. Them. 4; aber διανειμάμενοι δίχ' ἑαυτούς, sie theilten sich in zwei Theile, Plat. com. bei Schol. Blat. p. 314. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0592.png Seite 592]] (s. [[νέμω]]), 1) <b class="b2">vertheilen</b>, Plat. u. Folgde, bes. τινί τι, z. B. τὰ δίκαια καὶ ὅσια ὀρθῶς πᾶσι Polit. 301; auch ἐπὶ τὰ ἑαυτῶν ἕκαστα ἐκμαγεῖα, auf, Theaet. 194 d; Min. 321 c; τριχῇ τὸ [[στράτευμα]] Gorg. 464 c; ἡ [[χώρα]] κατὰ [[δώδεκα]] μέρη διανενέμηται Legg. VI, 758 e; εἴς τι, Tim. 55 d; auch γῆ δὲ καὶ οἰκήσεις [[ὡσαύτως]] τὰ αὐτὰ μέρη διανεμηθήτων, sollen in eben so viel Theile getheilt werden, Legg. V, 737 e; vgl. Tim. 35 b. – 2) verwalten, [[ἄστυ]], ναόν, Pind. P. 4, 261. 8, 65. – Med., unter sich vertheilen, sich in etwas theilen, Her. 8, 128; Plat. Gorg. 523 a u. Folgde, z. B. Plut. Them. 4; aber διανειμάμενοι δίχ' ἑαυτούς, sie theilten sich in zwei Theile, Plat. com. bei Schol. Blat. p. 314. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''διανέμω''': μέλλ. -νεμῶ· πρκμ. -νενέμηκα· - διαμοιράζω, κατ’ ἀναλογίαν [[παρέχω]], τινί τι Ἀριστοφ. Πλ. 510, Πλάτ. Νόμ. 830Ε, κτλ.· τι ἐπί τι ὁ αὐτ. Θεαιτ. 194D· δ. μέρη, διαμοιράζω εἰς μέρη, ὀ αὐτ. Νόμ. 756Β, πρβλ. Τιμ. 35C, καὶ ἴδε ἐν λ. [[διακρίνω]]· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]], δ. κατὰ μέρη ὀ αὐτ. Νόμ. 758Ε· δ. ἑαυτόν, διαμοιράζει ἑαυτὸν μεταξὺ πολλῶν φίλων, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 9. 10, 4· ὁ διανέμων, ὁ [[διανομεύς]], ὁ αὐτ. 5. 9, 10. - Μέσ., διαμοιράζω ἀμοιβαίως· πληθ., μοιραζόμεθα [[μεταξύ]] μας, Ἀνδοκ. 17. 38, Πλάτ. Γοργ. 523Α, κτλ.· δ. τὰ τῶν πλουσίων Ἀριστ. Πολ. 3. 10, 2· [[ὡσαύτως]], διανειμάμενοι δίχ’ ἑαυτούς Πλάτ. Κωμ. Συμμ. 2· πρβλ. [[ψῆφος]] Π. 4. - Παθ., δ. εἰς τὸν λαόν, διαδίδομαι μεταξὺ τοῦ λαοῦ, Πράξ. Ἀποστ. δ’ , 17. ΙΙ. βάλλω εἰς τάξιν, κυβερνῶ, ἄστυ Πίνδ. Π. 4. 465, πρβλ. 8. 90. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:54, 5 August 2017
English (LSJ)
late fut.
A -νεμήσω App.BC5.3: aor. διένειμα X.Cyr.4.5.45, etc.; aor. regul. -ένειμα, but inf. διανεμῆσαι Did.in D.9.21: pf. -νενέμηκα X.Cyr.4.5.45:—distribute, apportion, τοῖς μὲν τιμάς, τοῖς δὲ ἀτιμίας Pl.Lg.830e, etc.; ἐπὶ τὰ αὑτῶν ἕκαστα ἐκμαγεῖα Id.Tht.194d; δ. μέρη divide into portions, Id.Lg.756c, cf. Ti.35b; ἡ χώρα κατὰ δώδεκα μέρη διανενέμηται Id.Lg.758e; δ. ἑαυτόν distribute oneself among friends, Arist.EN1171a3; δ. ἴσον αὑτόν [ὁ Πλοῦτος] Ar.Pl. 510; ὁ διανέμων the distributor, Arist.EN1136b26; assign, Pl.Cra. 430b, Arist.Cael.306b31:—Med., divide among themselves, τὰ κοινά And.1.135; τὴν ἀρχήν Pl.Grg.523a; δ. τὰ τῶν πλουσίων Arist.Pol. 1281a15; also διανειμάμενοι δίχ' ἑαυτούς Pl.Com.153.2:—Pass., δ. εἰς τὸν λαόν to be spread abroad, Act.Ap.4.17. II set in order, govern, ἄστυ Pi.P.4.261, cf. 8.62.
German (Pape)
[Seite 592] (s. νέμω), 1) vertheilen, Plat. u. Folgde, bes. τινί τι, z. B. τὰ δίκαια καὶ ὅσια ὀρθῶς πᾶσι Polit. 301; auch ἐπὶ τὰ ἑαυτῶν ἕκαστα ἐκμαγεῖα, auf, Theaet. 194 d; Min. 321 c; τριχῇ τὸ στράτευμα Gorg. 464 c; ἡ χώρα κατὰ δώδεκα μέρη διανενέμηται Legg. VI, 758 e; εἴς τι, Tim. 55 d; auch γῆ δὲ καὶ οἰκήσεις ὡσαύτως τὰ αὐτὰ μέρη διανεμηθήτων, sollen in eben so viel Theile getheilt werden, Legg. V, 737 e; vgl. Tim. 35 b. – 2) verwalten, ἄστυ, ναόν, Pind. P. 4, 261. 8, 65. – Med., unter sich vertheilen, sich in etwas theilen, Her. 8, 128; Plat. Gorg. 523 a u. Folgde, z. B. Plut. Them. 4; aber διανειμάμενοι δίχ' ἑαυτούς, sie theilten sich in zwei Theile, Plat. com. bei Schol. Blat. p. 314.
Greek (Liddell-Scott)
διανέμω: μέλλ. -νεμῶ· πρκμ. -νενέμηκα· - διαμοιράζω, κατ’ ἀναλογίαν παρέχω, τινί τι Ἀριστοφ. Πλ. 510, Πλάτ. Νόμ. 830Ε, κτλ.· τι ἐπί τι ὁ αὐτ. Θεαιτ. 194D· δ. μέρη, διαμοιράζω εἰς μέρη, ὀ αὐτ. Νόμ. 756Β, πρβλ. Τιμ. 35C, καὶ ἴδε ἐν λ. διακρίνω· ἀλλ’ ὡσαύτως, δ. κατὰ μέρη ὀ αὐτ. Νόμ. 758Ε· δ. ἑαυτόν, διαμοιράζει ἑαυτὸν μεταξὺ πολλῶν φίλων, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 9. 10, 4· ὁ διανέμων, ὁ διανομεύς, ὁ αὐτ. 5. 9, 10. - Μέσ., διαμοιράζω ἀμοιβαίως· πληθ., μοιραζόμεθα μεταξύ μας, Ἀνδοκ. 17. 38, Πλάτ. Γοργ. 523Α, κτλ.· δ. τὰ τῶν πλουσίων Ἀριστ. Πολ. 3. 10, 2· ὡσαύτως, διανειμάμενοι δίχ’ ἑαυτούς Πλάτ. Κωμ. Συμμ. 2· πρβλ. ψῆφος Π. 4. - Παθ., δ. εἰς τὸν λαόν, διαδίδομαι μεταξὺ τοῦ λαοῦ, Πράξ. Ἀποστ. δ’ , 17. ΙΙ. βάλλω εἰς τάξιν, κυβερνῶ, ἄστυ Πίνδ. Π. 4. 465, πρβλ. 8. 90.