ἀτενίζω: Difference between revisions
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → For extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable.
(13_4) |
(6_13a) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0385.png Seite 385]] mit unverwandtem Blick hinsehen, εἴς τι Pol. 6, 11; Luc. Cont. 16; τινί N. T.; scharfsichtig sein, περὶ τῶν πολιτικῶν Pol. 24, 5. – Med., ebenso, aufmerksam betrachten, Simonid. 84 (Plan. 204). | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0385.png Seite 385]] mit unverwandtem Blick hinsehen, εἴς τι Pol. 6, 11; Luc. Cont. 16; τινί N. T.; scharfsichtig sein, περὶ τῶν πολιτικῶν Pol. 24, 5. – Med., ebenso, aufmerksam betrachten, Simonid. 84 (Plan. 204). | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἀτενίζω''': μέλλ. -ίσω, [[βλέπω]] ἀτενῶς, ἔχω τοὺς ὀφθαλμοὺς προσηλωμένους εἴς τι, παρατηρῶ τι ἀσκαρδαμυκτεί, εἴς τι Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 6, 12· [[πρός]] τι ὁ αὐτ. Προβλ. 39, 19, 1· ἐπὶ τῶν ὀφθαλμῶν, ἀτενίζοντες αὐτῷ Εὐαγγ. κ. Λουκ. 4. 20· ἀπολ. [[ὡσαύτως]] ἐπὶ τῶν ὀφθαλμῶν, Ἀριστ. Προβλ. 31. 4: - Παθ. θεωροῦμαι, βλέπομαι, παρατηροῦμαι ἀτενῶς, Σιμων. (;) 188. ΙΙ. μεταφ., ἐπὶ τοῦ νοῦ, ἀτ. τὴν διάνοιαν [[πρός]] τι Ἀριστ. Φυσ. 1. 9, 3.· εἶμαι [[ἐπίμονος]], [[ἰσχυρογνώμων]], Ἀθήν. 313F. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:55, 5 August 2017
English (LSJ)
A look intently, gaze earnestly, τοῖς ὄμμασιν stare, Hp.Epid.7.10; εἴς τι Arist.Mete.343b12; πρός τι Id.Pr.959a24; of the eyes, ἀτενίζοντες αὐτῷ Ev.Luc.4.20, cf. Act.Ap.23.1, Placit.1.7; εἴς τι Plb.6.11.12, J. BJ5.12.3, S.E.P.1.75, etc.; εἴς τινα Act.Ap.6.15; εἰς τὸν θεόν Them. Or.4.51b; πρὸς τὸ ἐκείνου πρόσωπον Luc.Merc.Cond.11: abs., also of the eyes, Arist.Pr.957b18:—Pass., to be gazed upon, APl.4.204 (Praxit.). II metaph. of the mind, ἀ. τὴν διάνοιαν πρός τι Arist. Ph.192a15; εἰς τὴν προαίρεσιν ἀτενίζοντα πράττειν Phld.Ir.p.96 W.; to be obstinate, Lync. ap. Ath.7.313f.
German (Pape)
[Seite 385] mit unverwandtem Blick hinsehen, εἴς τι Pol. 6, 11; Luc. Cont. 16; τινί N. T.; scharfsichtig sein, περὶ τῶν πολιτικῶν Pol. 24, 5. – Med., ebenso, aufmerksam betrachten, Simonid. 84 (Plan. 204).
Greek (Liddell-Scott)
ἀτενίζω: μέλλ. -ίσω, βλέπω ἀτενῶς, ἔχω τοὺς ὀφθαλμοὺς προσηλωμένους εἴς τι, παρατηρῶ τι ἀσκαρδαμυκτεί, εἴς τι Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 6, 12· πρός τι ὁ αὐτ. Προβλ. 39, 19, 1· ἐπὶ τῶν ὀφθαλμῶν, ἀτενίζοντες αὐτῷ Εὐαγγ. κ. Λουκ. 4. 20· ἀπολ. ὡσαύτως ἐπὶ τῶν ὀφθαλμῶν, Ἀριστ. Προβλ. 31. 4: - Παθ. θεωροῦμαι, βλέπομαι, παρατηροῦμαι ἀτενῶς, Σιμων. (;) 188. ΙΙ. μεταφ., ἐπὶ τοῦ νοῦ, ἀτ. τὴν διάνοιαν πρός τι Ἀριστ. Φυσ. 1. 9, 3.· εἶμαι ἐπίμονος, ἰσχυρογνώμων, Ἀθήν. 313F.