μητρωνυμικός: Difference between revisions

From LSJ

αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man

Source
(c2)
(6_10)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0180.png Seite 180]] ή, όν, nach der Mutter benannt, E. M. 166, 11. Vgl. [[πατρωνυμικός]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0180.png Seite 180]] ή, όν, nach der Mutter benannt, E. M. 166, 11. Vgl. [[πατρωνυμικός]].
}}
{{ls
|lstext='''μητρωνῠμικός''': -ή, -όν, ([[ὄνομα]]) ὁ ὠνομασμένος κατὰ τὸ [[ὄνομα]] τῆς μητρός, πρβλ. [[πατρωνυμικός]], Ἐτυμ. Μέγ. 166. 11. Ἐπίρρ. -κῶς, Σχόλ. εἰς Πινδ. Π. 3, 118.
}}
}}

Revision as of 10:57, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μητρωνῠμικός Medium diacritics: μητρωνυμικός Low diacritics: μητρωνυμικός Capitals: ΜΗΤΡΩΝΥΜΙΚΟΣ
Transliteration A: mētrōnymikós Transliteration B: mētrōnymikos Transliteration C: mitronymikos Beta Code: mhtrwnumiko/s

English (LSJ)

ή, όν, (ὄνομα)

   A named after one's mother, EM166.11. Adv. -κῶς Sch. Pi.P.3.118.

German (Pape)

[Seite 180] ή, όν, nach der Mutter benannt, E. M. 166, 11. Vgl. πατρωνυμικός.

Greek (Liddell-Scott)

μητρωνῠμικός: -ή, -όν, (ὄνομα) ὁ ὠνομασμένος κατὰ τὸ ὄνομα τῆς μητρός, πρβλ. πατρωνυμικός, Ἐτυμ. Μέγ. 166. 11. Ἐπίρρ. -κῶς, Σχόλ. εἰς Πινδ. Π. 3, 118.