ἀνυπόθετος: Difference between revisions
From LSJ
ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath
(13_3) |
(6_18) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0266.png Seite 266]] 1) nicht untergeschoben? – 2) ohne Voraussetzung, absolut, ἐπ' ἀρχὴν ἀνυπόθετον ἐξ ὑποθέσεως ὶέναι Plat. Rep. VI, 510 b 611 b; Plut. – 3) ohne Grundlage, Plut. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0266.png Seite 266]] 1) nicht untergeschoben? – 2) ohne Voraussetzung, absolut, ἐπ' ἀρχὴν ἀνυπόθετον ἐξ ὑποθέσεως ὶέναι Plat. Rep. VI, 510 b 611 b; Plut. – 3) ohne Grundlage, Plut. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἀνυπόθετος''': -ον, ὁ μὴ [[ὑποθετικός]], ὁ μὴ ὁριζόμενος ὑπὸ ὅρων καὶ περιστάσεων, [[ἀπόλυτος]], ἀρχὴ Πλάτ. Πολ. 510Β· τὸ ἀνυπόθετον [[αὐτόθι]] 511Β· κ. ἀλλ. ΙΙ. ὁ [[ἄνευ]] θεμελίου ἢ βάσεως, Πλούτ. 2. 358F: - [[οὕτως]] ἐπίρρ. -τως [[αὐτόθι]] 399Β. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:57, 5 August 2017
English (LSJ)
ον,
A not hypothetical, unconditioned, absolute, ἀρχή Pl.R.510b, cf. Phld. D.1.19; τὸ ἀ. Pl.R.511b, al. Adv. -τως not hypothetically, Plu.2.399b. II without foundation, ib.358f.
German (Pape)
[Seite 266] 1) nicht untergeschoben? – 2) ohne Voraussetzung, absolut, ἐπ' ἀρχὴν ἀνυπόθετον ἐξ ὑποθέσεως ὶέναι Plat. Rep. VI, 510 b 611 b; Plut. – 3) ohne Grundlage, Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνυπόθετος: -ον, ὁ μὴ ὑποθετικός, ὁ μὴ ὁριζόμενος ὑπὸ ὅρων καὶ περιστάσεων, ἀπόλυτος, ἀρχὴ Πλάτ. Πολ. 510Β· τὸ ἀνυπόθετον αὐτόθι 511Β· κ. ἀλλ. ΙΙ. ὁ ἄνευ θεμελίου ἢ βάσεως, Πλούτ. 2. 358F: - οὕτως ἐπίρρ. -τως αὐτόθι 399Β.