ἀσύνθετος: Difference between revisions

From LSJ

Γέρων ἐραστὴς ἐσχάτη κακὴ τύχη → Senex amator ultimum infortunium → Das größte Unglück ist ein greiser Liebhaber

Menander, Monostichoi, 90
(13_6a)
(6_20)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0380.png Seite 380]] 1) nicht zusammengesetzt, einfach, Plat. Phaed. 78 c u. öfter; τὸ σύνθετον [[μέχρι]] τῶν ἀσυνθέτων [[ἀνάγκη]] διαιρεῖν Arist. Pol. 1, 1. – 2) Dem. 19, 136 nennt das Volk ἀσταθμητότατον [[πρᾶγμα]] τὸ πάντων καὶ ἀσυνθετώτατον (die v. l. ἀσυνετώτατον in vielen mss. beruht auf einer Erkl. Harpocr.), nach Harpocr. ἀπιστότατον καὶ ἀβεβαιότατον καὶ πίστεις οὐ τιθέμενον, unbeständig, unzuverlässig, od. der etwas nicht wahrnimmt, nicht beherzigt (συντίθεσθαι), VLL. auch bundbrüchig, Ep. ad Rom. 1, 31.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0380.png Seite 380]] 1) nicht zusammengesetzt, einfach, Plat. Phaed. 78 c u. öfter; τὸ σύνθετον [[μέχρι]] τῶν ἀσυνθέτων [[ἀνάγκη]] διαιρεῖν Arist. Pol. 1, 1. – 2) Dem. 19, 136 nennt das Volk ἀσταθμητότατον [[πρᾶγμα]] τὸ πάντων καὶ ἀσυνθετώτατον (die v. l. ἀσυνετώτατον in vielen mss. beruht auf einer Erkl. Harpocr.), nach Harpocr. ἀπιστότατον καὶ ἀβεβαιότατον καὶ πίστεις οὐ τιθέμενον, unbeständig, unzuverlässig, od. der etwas nicht wahrnimmt, nicht beherzigt (συντίθεσθαι), VLL. auch bundbrüchig, Ep. ad Rom. 1, 31.
}}
{{ls
|lstext='''ἀσύνθετος''': παλ. Ἀττ. ἀξύνθετος, ον, ([[συντίθημι]]) ὁ μὴ [[σύνθετος]], [[ἁπλοῦς]], Πλάτ. Φαίδων 78C, Θεαίτ. 205C, Ἀριστ. Πολιτικ. 1. 1, 3, κ. ἀλλ., καὶ [[συχνάκις]] παρὰ γραμμ.: ― Ἐπίρρ. -τως Εὐστ. 17. 6. ΙΙ. (συντίθεμαι) ὁ μὴ περιοριζόμενος ὑπ’ οὐδεμιᾶς συνθήκης, [[ἀτίθασος]], ὁ δῆμός ἐστιν [[ὄχλος]], ἀσυνθετώτατον [[πρᾶγμα]] τῶν ἁπάντων Δημ. 383. 6, πρβλ. Ἐπιστ. πρὸς Ρωμ. 1. 31: ― Ἐπίρρ. -τως Ἰουστῖν. Μ.
}}
}}

Revision as of 11:00, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσύνθετος Medium diacritics: ἀσύνθετος Low diacritics: ασύνθετος Capitals: ΑΣΥΝΘΕΤΟΣ
Transliteration A: asýnthetos Transliteration B: asynthetos Transliteration C: asynthetos Beta Code: a)su/nqetos

English (LSJ)

ον, (συντίθημι)

   A uncompounded, Pl.Phd.78c, Tht.205c, Arist.Pol.1252a19; freq. in Gramm., as A.D.Synt.172.27, al.; ἀ. φωνή a word standing alone, Chrysipp.Stoic.2.50. Adv. -τως Eust.17.6.    II (συντίθεμαι) bound by no covenant, faithless, ὁ δῆμός ἐστιν πρᾶγμα τῶν πάντων ἀσυνθετώτατον D.19.136 (v.l. ἀσυνετ-), cf. Ep.Rom.1.31; making no covenants, ἀ. διατελοῦσι Phld.Herc.1251.19.

German (Pape)

[Seite 380] 1) nicht zusammengesetzt, einfach, Plat. Phaed. 78 c u. öfter; τὸ σύνθετον μέχρι τῶν ἀσυνθέτων ἀνάγκη διαιρεῖν Arist. Pol. 1, 1. – 2) Dem. 19, 136 nennt das Volk ἀσταθμητότατον πρᾶγμα τὸ πάντων καὶ ἀσυνθετώτατον (die v. l. ἀσυνετώτατον in vielen mss. beruht auf einer Erkl. Harpocr.), nach Harpocr. ἀπιστότατον καὶ ἀβεβαιότατον καὶ πίστεις οὐ τιθέμενον, unbeständig, unzuverlässig, od. der etwas nicht wahrnimmt, nicht beherzigt (συντίθεσθαι), VLL. auch bundbrüchig, Ep. ad Rom. 1, 31.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσύνθετος: παλ. Ἀττ. ἀξύνθετος, ον, (συντίθημι) ὁ μὴ σύνθετος, ἁπλοῦς, Πλάτ. Φαίδων 78C, Θεαίτ. 205C, Ἀριστ. Πολιτικ. 1. 1, 3, κ. ἀλλ., καὶ συχνάκις παρὰ γραμμ.: ― Ἐπίρρ. -τως Εὐστ. 17. 6. ΙΙ. (συντίθεμαι) ὁ μὴ περιοριζόμενος ὑπ’ οὐδεμιᾶς συνθήκης, ἀτίθασος, ὁ δῆμός ἐστιν ὄχλος, ἀσυνθετώτατον πρᾶγμα τῶν ἁπάντων Δημ. 383. 6, πρβλ. Ἐπιστ. πρὸς Ρωμ. 1. 31: ― Ἐπίρρ. -τως Ἰουστῖν. Μ.