κτυπέω: Difference between revisions

From LSJ

Κενῆς δὲ δόξης οὐδὲν ἀθλιώτερον → Nihil est inani gloria infelicius → Als leerer Ruhm jedoch ist nichts unseliger

Menander, Monostichoi, 289
(13_6b)
(6_5)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1520.png Seite 1520]] aor. II. ἔκτυπον (vgl. [[γδουπέω]]), durch Schlagen, Stampfen laut ertönen, <b class="b2">krachen</b>, prasseln; Il. 13, 140. 23, 119, von dem Niederkrachen der abgebrochenen Baumäste; oft vom Donnern des Zeus, σμερδαλέα κτυπέων, Il. 7, 479. 17, 595 Od. 21, 413, wie ἔκτυπεν [[αἰθήρ]] Soph. O. C. 1456; ἀμ φὶ δ' ἐκτύπουν πέτραι Tr. 784; κτυπεῖ [[δόμος]] κλῄθρων λυθέντων Eur. Hel. 865; κτυποῦσα [[τοῖν]] ποδοῖν Ar. Eccl. 545, u. öfter vom Wiederhall; auch pass., Plut. 758 Th. 945; θάλατταν κτυποῦσαν, das brausende Meer, Plat. Rep. III, 396 b. – Auch trans., χθόνα δ' ἔκτυπον ὠκέες ἵπποι, νύσσοντες χήλῃσι, sie ließen die Erde erdröhnen, Hes. Sc. 61; κτύπησε [[κρᾶτα]] μέλεον πλαγάν, er schmetterte auf das Haupt einen Schlag, Eur. Or. 1467; anders πολλοῖσι σὺν κώδωσιν ἐκτύπει φόβον, er jagte Furcht ein, Rhes. 308.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1520.png Seite 1520]] aor. II. ἔκτυπον (vgl. [[γδουπέω]]), durch Schlagen, Stampfen laut ertönen, <b class="b2">krachen</b>, prasseln; Il. 13, 140. 23, 119, von dem Niederkrachen der abgebrochenen Baumäste; oft vom Donnern des Zeus, σμερδαλέα κτυπέων, Il. 7, 479. 17, 595 Od. 21, 413, wie ἔκτυπεν [[αἰθήρ]] Soph. O. C. 1456; ἀμ φὶ δ' ἐκτύπουν πέτραι Tr. 784; κτυπεῖ [[δόμος]] κλῄθρων λυθέντων Eur. Hel. 865; κτυποῦσα [[τοῖν]] ποδοῖν Ar. Eccl. 545, u. öfter vom Wiederhall; auch pass., Plut. 758 Th. 945; θάλατταν κτυποῦσαν, das brausende Meer, Plat. Rep. III, 396 b. – Auch trans., χθόνα δ' ἔκτυπον ὠκέες ἵπποι, νύσσοντες χήλῃσι, sie ließen die Erde erdröhnen, Hes. Sc. 61; κτύπησε [[κρᾶτα]] μέλεον πλαγάν, er schmetterte auf das Haupt einen Schlag, Eur. Or. 1467; anders πολλοῖσι σὺν κώδωσιν ἐκτύπει φόβον, er jagte Furcht ein, Rhes. 308.
}}
{{ls
|lstext='''κτυπέω''': ἀόρ. α΄ ἐκτύπησα Εὐρ. Φοίν. 1181, ποιητ. κτύπησα Σοφ. Ο. Κ. 1606, Εὐρ. Ὀρ. 1467˙ Ἐπικ. ἀόρ. β΄ ἔκτῠπον ([[ὅπερ]] μιμεῖται ὁ Σοφ. Ο. Κ. 1456), καὶ κτύπον Ἰλ. ― Παθ., ἴδε κατωτ.˙ ([[κτύπος]]). Παταγῶ, κροτῶ ὡς τὰ πίπτοντα δένδρα, μέγα κτυπέουσαι πῖπτον Ἰλ. Ψ. 119, πρβλ. Ν. 140˙ [[συχνάκις]] ἐπὶ βροντῆς, [[Ζεὺς]] [[ἔκτυπε]] Θ. 75, πρβλ. Η. 479, Ὀδ. Φ 413, κτλ.˙ οὕτω, ἔκτυπεν αἰθὴρ Σοφ. Ο. Κ. 1456˙ ἐπὶ τῆς θαλάσσης, Πλάτ. Πολ. 396Β. 2) κροτῶ, ἀντηχῶ, κτυπέει δέ τ’ ὑπ’ [[αὐτοῦ]] ὕλη, «ἠχεῖ δὲ ὑπ’ ἀυτοῦ (δηλ. τοῦ χειμάρρου) ὁ δρυμὸς» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Ν. 140˙ ἀμφὶ δ’ ἐκτύπουν πέτραι, ἀντήχουν ἐν τῶν κραυγῶν τοῦ Ἡρακλέους, Σοφ Τρ. 787˙ κτ. Διὸς βρονταῖσιν Εὐρ. Κύκλ. 328˙ δρομήμασιν ὁ αὐτ. ἐν Μήδ. 1180˙ τοῖν ποδοῖν κτ., κροτεῖν ἠχηρῶς διὰ τῶν ποδῶν, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 545˙ σιδηρῷ ὑποδήματι Λουκ. π. Ὀρχ. 83˙ ― σπανίως ἐπὶ προσώπων, πάντες... [[μετὰ]] χαρᾶς κτυπήσατε, βοήσατε, Κωμ. Ἀνώνυμ. 362˙ ― [[μετὰ]] συστοίχ. αἰτ., φόρον κτυπεῖν, ὡς τὸ κλάζειν Ἄρη, Εὐρ. Ρῆσ. 308. ΙΙ. μεταβ. ἐνεργείας, [[κάμνω]] νὰ ἠχήσῃ ἢ νὰ ἀντηχήσῃ τι, χθόνα Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 61˙ [[μετὰ]] διπλῆς αἰτιατ., κτύπησε [[κρᾶτα]]... πλαγάν, ἔκαμε νὰ κροτήσῃ διὰ τῆς πληγῆς, ἢ κατήνεγκεν ἠχηρὸν [[κτύπημα]] κατὰ τῆς κεφαλῆς, Εὐρ. Ὀρ. 1467 (ἀλλὰ τὰ ἄριστα τῶν Ἀντιγράφων ἔχουσι: πλαγᾷ)˙ ― [[ἐντεῦθεν]] [[πάλιν]] ἐν τῷ πληθ., κροτῶ, ἀντηχῶ, Ἀριστοφ. Πλ. 758, Θεσμ. 995˙ κτυπηθῆναι τὰ ὦτα Φιλόστρ. 266.
}}
}}

Revision as of 11:02, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κτῠπέω Medium diacritics: κτυπέω Low diacritics: κτυπέω Capitals: ΚΤΥΠΕΩ
Transliteration A: ktypéō Transliteration B: ktypeō Transliteration C: ktypeo Beta Code: ktupe/w

English (LSJ)

Ep. Iterat.

   A κτυπέεσκον Q.S.9.135: aor. 1 ἐκτύπησα E. Ph.1181, Arr.Tact.40.6; poet. κτύπησα S.OC1606, E.Or.1467 (lyr.): Ep. aor. 2 ἔκτῠπον Il.8.75, al., S.OC1456 (lyr.), κτύπον Il.8.170:— Pass., v. infr.: (κτύπος):—crash, as trees falling, μεγάλα κτυπέουσαι πῖπτον Il.23.119; freq. of thunder, Ζεὺς ἔκτυπε 8.75, cf. 7.479, Od.21.413, etc.; ἔκτυπεν αἰθήρ S.OC1456 (lyr.); of the sea, Pl.R.396b.    2 ring, resound, κτυπέει δέ θ' ὑπ' αὐτοῦ ὕλη (sc. χειμάρρου) Il.13.140; ἀμφὶ δ' ἐκτύπουν πέτραι rang with the cries of Heracles, S.Tr.787; Διὸς βρονταῖσιν εἰς ἔριν κ. E.Cyc.328; δρομήμασιν Id.Med.1180; τοῖν ποδοῖν κ. stamp loudly with... Ar.Ec.545, cf. Gal.7.60; εἰ . . ἐμπεσὸν [δόρυ] τῷ θυρεῷ κτυπήσειε Arr.l.c.; σιδηρῷ ὑποδήματι Luc.Salt.83: c. acc. cogn., φόβον κτυπεῖν, like κλάζειν Ἄρη, E.Rh.308.    II causal, make to ring or resound, χθόνα Hes.Sc.61; τύμπανα Opp.C.4.247: c. dupl. acc., κτύπησε κρᾶτα . . πλαγάν (v.l. πλαγᾷ) made it ring with a blow, E.Or. l. c.: metaph., κ. ἐν τοῖς συμβουλευτικοῖς τόποις τὰς ὀνομασίας Phld.Rh.1.208 S.:—Pass., resound, Ar.Pl.758, Th.995 (lyr.); κτυπηθῆναι τὰ ὦτα Philostr.VA6.26.

German (Pape)

[Seite 1520] aor. II. ἔκτυπον (vgl. γδουπέω), durch Schlagen, Stampfen laut ertönen, krachen, prasseln; Il. 13, 140. 23, 119, von dem Niederkrachen der abgebrochenen Baumäste; oft vom Donnern des Zeus, σμερδαλέα κτυπέων, Il. 7, 479. 17, 595 Od. 21, 413, wie ἔκτυπεν αἰθήρ Soph. O. C. 1456; ἀμ φὶ δ' ἐκτύπουν πέτραι Tr. 784; κτυπεῖ δόμος κλῄθρων λυθέντων Eur. Hel. 865; κτυποῦσα τοῖν ποδοῖν Ar. Eccl. 545, u. öfter vom Wiederhall; auch pass., Plut. 758 Th. 945; θάλατταν κτυποῦσαν, das brausende Meer, Plat. Rep. III, 396 b. – Auch trans., χθόνα δ' ἔκτυπον ὠκέες ἵπποι, νύσσοντες χήλῃσι, sie ließen die Erde erdröhnen, Hes. Sc. 61; κτύπησε κρᾶτα μέλεον πλαγάν, er schmetterte auf das Haupt einen Schlag, Eur. Or. 1467; anders πολλοῖσι σὺν κώδωσιν ἐκτύπει φόβον, er jagte Furcht ein, Rhes. 308.

Greek (Liddell-Scott)

κτυπέω: ἀόρ. α΄ ἐκτύπησα Εὐρ. Φοίν. 1181, ποιητ. κτύπησα Σοφ. Ο. Κ. 1606, Εὐρ. Ὀρ. 1467˙ Ἐπικ. ἀόρ. β΄ ἔκτῠπον (ὅπερ μιμεῖται ὁ Σοφ. Ο. Κ. 1456), καὶ κτύπον Ἰλ. ― Παθ., ἴδε κατωτ.˙ (κτύπος). Παταγῶ, κροτῶ ὡς τὰ πίπτοντα δένδρα, μέγα κτυπέουσαι πῖπτον Ἰλ. Ψ. 119, πρβλ. Ν. 140˙ συχνάκις ἐπὶ βροντῆς, Ζεὺς ἔκτυπε Θ. 75, πρβλ. Η. 479, Ὀδ. Φ 413, κτλ.˙ οὕτω, ἔκτυπεν αἰθὴρ Σοφ. Ο. Κ. 1456˙ ἐπὶ τῆς θαλάσσης, Πλάτ. Πολ. 396Β. 2) κροτῶ, ἀντηχῶ, κτυπέει δέ τ’ ὑπ’ αὐτοῦ ὕλη, «ἠχεῖ δὲ ὑπ’ ἀυτοῦ (δηλ. τοῦ χειμάρρου) ὁ δρυμὸς» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Ν. 140˙ ἀμφὶ δ’ ἐκτύπουν πέτραι, ἀντήχουν ἐν τῶν κραυγῶν τοῦ Ἡρακλέους, Σοφ Τρ. 787˙ κτ. Διὸς βρονταῖσιν Εὐρ. Κύκλ. 328˙ δρομήμασιν ὁ αὐτ. ἐν Μήδ. 1180˙ τοῖν ποδοῖν κτ., κροτεῖν ἠχηρῶς διὰ τῶν ποδῶν, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 545˙ σιδηρῷ ὑποδήματι Λουκ. π. Ὀρχ. 83˙ ― σπανίως ἐπὶ προσώπων, πάντες... μετὰ χαρᾶς κτυπήσατε, βοήσατε, Κωμ. Ἀνώνυμ. 362˙ ― μετὰ συστοίχ. αἰτ., φόρον κτυπεῖν, ὡς τὸ κλάζειν Ἄρη, Εὐρ. Ρῆσ. 308. ΙΙ. μεταβ. ἐνεργείας, κάμνω νὰ ἠχήσῃ ἢ νὰ ἀντηχήσῃ τι, χθόνα Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 61˙ μετὰ διπλῆς αἰτιατ., κτύπησε κρᾶτα... πλαγάν, ἔκαμε νὰ κροτήσῃ διὰ τῆς πληγῆς, ἢ κατήνεγκεν ἠχηρὸν κτύπημα κατὰ τῆς κεφαλῆς, Εὐρ. Ὀρ. 1467 (ἀλλὰ τὰ ἄριστα τῶν Ἀντιγράφων ἔχουσι: πλαγᾷ)˙ ― ἐντεῦθεν πάλιν ἐν τῷ πληθ., κροτῶ, ἀντηχῶ, Ἀριστοφ. Πλ. 758, Θεσμ. 995˙ κτυπηθῆναι τὰ ὦτα Φιλόστρ. 266.