ἐπίκλην: Difference between revisions
ἐν οἰκίᾳ τυφλῶν καὶ ὁ νυκτάλωψ ὀξυδερκής → even the day-blind is sharp-eyed in a blind house | among the blind, the one-eyed man is king
(13_6a) |
(6_6) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0949.png Seite 949]] adv., von [[ἐπικαλέω]] abgeleitet; aber Hesych. erkl. ἐπίκλη durch [[ἐπίκλησις]] u. [[ἐπωνυμία]], wofür Ep. ad. 190 (App. 239) [[δῶρον]] Ἀπόλλωνος [[θεῖον]] ἔχων [[ἐπίκλην]] zu sprechen scheint; vgl. Plat. Tim. 38 c [[ἐπίκλην]] ἔχοντα πλανητά, mit der v. l. ἐπίκλησιν; sonst [[ἐπίκλην]] λέγεσθαι, καλεῖσθαι, mit Zunamen benannt, zubenannt werden, Phil. 48 c Tim. 58 d; τοὔνομα ἡ ἀσπαλιευτικἡ [[ἐπίκλην]] γέγονε Soph. 221 c; Sp., wie ἐς τὸν τοῦ Αὐγούστου [[ἐπίκλην]] λιμένα D. Cass. 75, 16; Δίφιλος ὁ Λαβύρινθος ἐπ. Luc. conv. 6. – Dem Namen nach, Apolld. 3, 13, 4. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0949.png Seite 949]] adv., von [[ἐπικαλέω]] abgeleitet; aber Hesych. erkl. ἐπίκλη durch [[ἐπίκλησις]] u. [[ἐπωνυμία]], wofür Ep. ad. 190 (App. 239) [[δῶρον]] Ἀπόλλωνος [[θεῖον]] ἔχων [[ἐπίκλην]] zu sprechen scheint; vgl. Plat. Tim. 38 c [[ἐπίκλην]] ἔχοντα πλανητά, mit der v. l. ἐπίκλησιν; sonst [[ἐπίκλην]] λέγεσθαι, καλεῖσθαι, mit Zunamen benannt, zubenannt werden, Phil. 48 c Tim. 58 d; τοὔνομα ἡ ἀσπαλιευτικἡ [[ἐπίκλην]] γέγονε Soph. 221 c; Sp., wie ἐς τὸν τοῦ Αὐγούστου [[ἐπίκλην]] λιμένα D. Cass. 75, 16; Δίφιλος ὁ Λαβύρινθος ἐπ. Luc. conv. 6. – Dem Namen nach, Apolld. 3, 13, 4. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἐπίκλην''': Ἐπίρρ. (ἐπικαλέω) ἐξ ἐπικλήσεως, κατ’ ἐπωνυμίαν, ἀπ’ αὐτῆς τῆς πράξεως ἀφομοιωθὲν [[τοὔνομα]], ἡ νῦν ἀσπαλιευτικὴ ζητηθεῖσα [[ἐπίκλην]] γέγονεν Πλάτ. Σοφιστ. 221C· ἀέρος, τὸ μὲν εὐαγέστατον [[ἐπίκλην]] αἰθὴρ καλούμενος ὁ αὐτ. ἐν Τιμ. 58D· ἕξεώς τινος [[ἐπίκλην]] λεγομένη ὁ αὐτ. ἐν «Φιλήβῳ» 48C· πρβλ. Λουκ. Συμπ. 6, καὶ Δίωνα Κ. 75. 16. 2) κατ’ [[ὄνομα]], ὀνόματι, Ἀπολλόδ. 3. 13, 4. ― Κυρίως αἰτ. ἀχρήστου ὀνομαστ. ἐπίκλη = [[ἐπίκλησις]] (ὃ ἴδε), καὶ [[ἐπίκλην]] ἔχειν, ὡς αἰτ. ἀπαντᾷ ἐν Πλάτ. Τιμ. 38C, Ἀνθ. Π. ἐν παραρτ. 239. ― Καθ’ Ἡσύχ. «ἐπίκλη· «ἡ [[ἐπίκλησις]] παρὰ Ἀττικοῖς» καὶ «ἐπίκλη· [[ἐπωνυμία]]». | |||
}} | }} |
Revision as of 11:02, 5 August 2017
English (LSJ)
Adv.
A by surname, by name, Pl.Sph.221c; ἐπίκλην ἀιθὴρ καλούμενος Id.Ti.58d; ἕξεώς τινος ἐ. λεγομένη called after . ., Id.Phlb.48c; Σαραπίων ἐ. βουκόλος PLips.6.7 (iv A.D.), cf. Luc.Symp.6, IG12(8).529 (Thasos); ὁ τοῦ Αὐγούστου ἐ. λιμήν D.C.75.16. 2. nominally, Apollod.3.13.4.—Prop. acc. from an obsolete nom. ἐπίκλη, = ἐπίκλησις, ἐπωνυμία (Hsch.); ἐπίκλην (acc.) ἔχειν, occurs in Pl.Ti.38c, IG14.1018.6.
German (Pape)
[Seite 949] adv., von ἐπικαλέω abgeleitet; aber Hesych. erkl. ἐπίκλη durch ἐπίκλησις u. ἐπωνυμία, wofür Ep. ad. 190 (App. 239) δῶρον Ἀπόλλωνος θεῖον ἔχων ἐπίκλην zu sprechen scheint; vgl. Plat. Tim. 38 c ἐπίκλην ἔχοντα πλανητά, mit der v. l. ἐπίκλησιν; sonst ἐπίκλην λέγεσθαι, καλεῖσθαι, mit Zunamen benannt, zubenannt werden, Phil. 48 c Tim. 58 d; τοὔνομα ἡ ἀσπαλιευτικἡ ἐπίκλην γέγονε Soph. 221 c; Sp., wie ἐς τὸν τοῦ Αὐγούστου ἐπίκλην λιμένα D. Cass. 75, 16; Δίφιλος ὁ Λαβύρινθος ἐπ. Luc. conv. 6. – Dem Namen nach, Apolld. 3, 13, 4.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίκλην: Ἐπίρρ. (ἐπικαλέω) ἐξ ἐπικλήσεως, κατ’ ἐπωνυμίαν, ἀπ’ αὐτῆς τῆς πράξεως ἀφομοιωθὲν τοὔνομα, ἡ νῦν ἀσπαλιευτικὴ ζητηθεῖσα ἐπίκλην γέγονεν Πλάτ. Σοφιστ. 221C· ἀέρος, τὸ μὲν εὐαγέστατον ἐπίκλην αἰθὴρ καλούμενος ὁ αὐτ. ἐν Τιμ. 58D· ἕξεώς τινος ἐπίκλην λεγομένη ὁ αὐτ. ἐν «Φιλήβῳ» 48C· πρβλ. Λουκ. Συμπ. 6, καὶ Δίωνα Κ. 75. 16. 2) κατ’ ὄνομα, ὀνόματι, Ἀπολλόδ. 3. 13, 4. ― Κυρίως αἰτ. ἀχρήστου ὀνομαστ. ἐπίκλη = ἐπίκλησις (ὃ ἴδε), καὶ ἐπίκλην ἔχειν, ὡς αἰτ. ἀπαντᾷ ἐν Πλάτ. Τιμ. 38C, Ἀνθ. Π. ἐν παραρτ. 239. ― Καθ’ Ἡσύχ. «ἐπίκλη· «ἡ ἐπίκλησις παρὰ Ἀττικοῖς» καὶ «ἐπίκλη· ἐπωνυμία».