ἀναγώνιστος: Difference between revisions
Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
(13_3) |
(6_16) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0185.png Seite 185]] ohne Kampf, d. i. a) unthätig, [[ἀθλητής]], Xen. Cyr. 1, 5, 10; Plut. Ages. 5. – b) nicht kämpfend, untauglich zum Kampf, περὶ ἀρετῆς ἀν. γίγνεσθαι Plat. Legg. VIII, 845 c. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0185.png Seite 185]] ohne Kampf, d. i. a) unthätig, [[ἀθλητής]], Xen. Cyr. 1, 5, 10; Plut. Ages. 5. – b) nicht kämpfend, untauglich zum Kampf, περὶ ἀρετῆς ἀν. γίγνεσθαι Plat. Legg. VIII, 845 c. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἀνᾰγώνιστος''': -ον, [[ἄνευ]] ἁμίλλης ἢ ἀγῶνος, ἀναγ. ἀπιέναι Θουκ. 4. 92: ὁ [[μηδέποτε]] ἀγωνισθεὶς περὶ βραβείου, Ξεν. Κύρ. 1. 5, 10· ἀναγ. περὶ τῆς ἀρετῆς, ὁ [[μηδόλως]] ἀγωνιζόμενος, μηδεμίαν καταβάλλων προσπάθειαν [[ὑπὲρ]] τῆς ἀρετῆς, Πλάτ. Νόμ. 845C. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:03, 5 August 2017
English (LSJ)
ον,
A without contest or conflict, ἀ. ἀπιέναι Th.4.92 (v.l.); never having contended for a prize, X.Cyr.1.5.10; ἀ. περὶ τῆς ἀρετῆς failing in the race of virtue, Pl.Lg.845c.
German (Pape)
[Seite 185] ohne Kampf, d. i. a) unthätig, ἀθλητής, Xen. Cyr. 1, 5, 10; Plut. Ages. 5. – b) nicht kämpfend, untauglich zum Kampf, περὶ ἀρετῆς ἀν. γίγνεσθαι Plat. Legg. VIII, 845 c.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνᾰγώνιστος: -ον, ἄνευ ἁμίλλης ἢ ἀγῶνος, ἀναγ. ἀπιέναι Θουκ. 4. 92: ὁ μηδέποτε ἀγωνισθεὶς περὶ βραβείου, Ξεν. Κύρ. 1. 5, 10· ἀναγ. περὶ τῆς ἀρετῆς, ὁ μηδόλως ἀγωνιζόμενος, μηδεμίαν καταβάλλων προσπάθειαν ὑπὲρ τῆς ἀρετῆς, Πλάτ. Νόμ. 845C.