σκίμπτομαι: Difference between revisions
From LSJ
ἤ με φίλει καθαρὸν θέμενος νόον, ἤ μ' ἀποειπών ἐχθαιρ' ἀμφαδίην νεῖκος ἀειράμενος → either love me with a pure heart, or reject and hate me, and openly pick a fight
(11) |
(6_20) |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=ski/mptomai | |Beta Code=ski/mptomai | ||
|Definition== <b class="b3">σκήπτω</b>, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">press forward</b>, ἄροτρον σκίμψατο καὶ βόας <span class="bibl">Pi.<span class="title">P.</span>4.224</span>; cf. < | |Definition== <b class="b3">σκήπτω</b>, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">press forward</b>, ἄροτρον σκίμψατο καὶ βόας <span class="bibl">Pi.<span class="title">P.</span>4.224</span>; cf. < | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''σκίμπτομαι''': σκήπτομαι, ἐμπήγομαι, καρφώνομαι, μεθαρμόζομαι, ἄροτρον σκίμψατο καὶ βόας Πινδ. Π. 4. 399, ἴδε Böckh διάφορ. γραφ. εἰς Ο. 6. 101 (171). ΙΙ. Παθ., ἢν [τὸ [[ῥῆγμα]]] ἐς τὴν [[φλέβα]] σκιμφθῇ, πέσῃ ἐπὶ τῆς φλεβός, «ἐγγίσῃ, προσπελασθῇ» (Ἡσύχ.), Ἱππ. 455. 26. ― Ἀλλ’ ὁ Ἡσύχ. ἔχει καὶ ἐνεργ. «σκίμπτει· χαλεπαίνει. ἐρείδεται. ἐπιπίπτει», καὶ «σκίμψαι· ἐμπαγῆναι. ἐμπελασθῆναι». | |||
}} | }} |
Revision as of 11:03, 5 August 2017
English (LSJ)
= σκήπτω,
A press forward, ἄροτρον σκίμψατο καὶ βόας Pi.P.4.224; cf. <
Greek (Liddell-Scott)
σκίμπτομαι: σκήπτομαι, ἐμπήγομαι, καρφώνομαι, μεθαρμόζομαι, ἄροτρον σκίμψατο καὶ βόας Πινδ. Π. 4. 399, ἴδε Böckh διάφορ. γραφ. εἰς Ο. 6. 101 (171). ΙΙ. Παθ., ἢν [τὸ ῥῆγμα] ἐς τὴν φλέβα σκιμφθῇ, πέσῃ ἐπὶ τῆς φλεβός, «ἐγγίσῃ, προσπελασθῇ» (Ἡσύχ.), Ἱππ. 455. 26. ― Ἀλλ’ ὁ Ἡσύχ. ἔχει καὶ ἐνεργ. «σκίμπτει· χαλεπαίνει. ἐρείδεται. ἐπιπίπτει», καὶ «σκίμψαι· ἐμπαγῆναι. ἐμπελασθῆναι».