στεγαστήρ: Difference between revisions
From LSJ
ἄνω ποταμῶν ἱερῶν χωροῦσι παγαί → the springs of sacred rivers flow upward, backward to their sources flow the streams of holy rivers
(c1) |
(6_12) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0932.png Seite 932]] ῆρος, ὁ, Dachziegel, Hesych. Erkl. von [[σωλήν]]. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0932.png Seite 932]] ῆρος, ὁ, Dachziegel, Hesych. Erkl. von [[σωλήν]]. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''στεγαστήρ''': -ῆρος, ὁ, ὁ καλύπτων ἢ στεγάζων, [[κέραμος]], «κεραμίδι», «τὸ θριωτὸν [[ἕψημα]]» Ἡσύχ., ἐν λ. σωλῆνες· [[κέραμος]] στ. [[Πολυδ]]. Ζ΄, 124, Ι΄, 182· ὁ στ. [[ὄροφος]] Ι΄, 172. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:04, 5 August 2017
English (LSJ)
ῆρος, ὁ,
A coverer: hence, tile, Hsch. s.v. σωλῆνες; κέραμος σ. Poll.7.124, 10.182; ὁ σ. ὄροφος ib.172. II = τὸ θριωτὸν (θρίωπον cod.) ἕψημα, Hsch.
German (Pape)
[Seite 932] ῆρος, ὁ, Dachziegel, Hesych. Erkl. von σωλήν.
Greek (Liddell-Scott)
στεγαστήρ: -ῆρος, ὁ, ὁ καλύπτων ἢ στεγάζων, κέραμος, «κεραμίδι», «τὸ θριωτὸν ἕψημα» Ἡσύχ., ἐν λ. σωλῆνες· κέραμος στ. Πολυδ. Ζ΄, 124, Ι΄, 182· ὁ στ. ὄροφος Ι΄, 172.