ὑδροφόρος: Difference between revisions

From LSJ

ἀεὶ Λιβύη φέρει τι καινόνLibya always bears something new

Source
(13_3)
(6_18)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1174.png Seite 1174]] Wasser tragend; ὁ [[ὑδροφόρος]], der Wasserträger, Her. 3, 14; Luc. vit. auct. 7; ἡ [[ὑδροφόρος]], die Wasserträgerinn, Xen. An. 4, 5, 10; Folgende.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1174.png Seite 1174]] Wasser tragend; ὁ [[ὑδροφόρος]], der Wasserträger, Her. 3, 14; Luc. vit. auct. 7; ἡ [[ὑδροφόρος]], die Wasserträgerinn, Xen. An. 4, 5, 10; Folgende.
}}
{{ls
|lstext='''ὑδροφόρος''': -ον, ὁ φέρων [[ὕδωρ]], [[κόρη]] Πλουτ. Θεμιστ. 31· [[ἀγγεῖον]] [[Πολυδ]]. Η΄, 66. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., [[ὑδροφόρος]], ὁ, καὶ ἡ, ὁ φέρων [[ὕδωρ]], «νεροκουβαλητής», Ἡρόδ. 3. 14, Ξεν. Ἀν. 4. 5, 10, Λουκ., κλπ.· Ὑδροφόροι ἦτο τὸ [[ὄνομα]] τραγῳδίας τινὸς τοῦ Αἰσχύλ. (Ἀποσπ. 219 κἑξ.), καὶ τοῦ Σοφ. (Ἀποσπ. 597 κἑξ.)· - ἐκαλοῦντο δὲ Ὑδροφόροι γυναῖκες ὑπηρετοῦσαι ἐν τῷ ναῷ τῶν Βραγχιδῶν ἐν Μιλήτῳ, Συλλ. Ἐπιγρ. 2885 κἑξ., πρβλ. [[ὑδροφορέω]], ΙΙ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὑδροφόρους· ὑδρορρόους».
}}
}}

Revision as of 11:05, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑδροφόρος Medium diacritics: ὑδροφόρος Low diacritics: υδροφόρος Capitals: ΥΔΡΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: hydrophóros Transliteration B: hydrophoros Transliteration C: ydroforos Beta Code: u(dro/foros

English (LSJ)

(parox.), ον,

   A carrying water, κόρη Plu. Them.31; ἀγγεῖον Poll.8.66.    II Subst. ὑ., ὁ and ἡ, watercarrier, Hdt.3.14, X.An.4.5.10, PCair.Zen.702.24 (iii B. C.), LXX Jo. 9.33(27), Luc.Vit.Auct.7, etc.; Γδροφόροι, title of Tragedies by Aeschylus and by Sophocles; ὑ. Ἀρτέμιδος Πυθίης, title of priestess at Branchidae, OGI226.1 (iii B. C.); so in pl., CIG2885, BMus.Inscr. 922.9; also at Athens, of maidens who served at the Dipolieia, Thphr. ap. Porph.Abst.2.30; cf. ὑδροφορέω 11.    III ὑδροφόρους· ὑδρορρόους, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1174] Wasser tragend; ὁ ὑδροφόρος, der Wasserträger, Her. 3, 14; Luc. vit. auct. 7; ἡ ὑδροφόρος, die Wasserträgerinn, Xen. An. 4, 5, 10; Folgende.

Greek (Liddell-Scott)

ὑδροφόρος: -ον, ὁ φέρων ὕδωρ, κόρη Πλουτ. Θεμιστ. 31· ἀγγεῖον Πολυδ. Η΄, 66. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ὑδροφόρος, ὁ, καὶ ἡ, ὁ φέρων ὕδωρ, «νεροκουβαλητής», Ἡρόδ. 3. 14, Ξεν. Ἀν. 4. 5, 10, Λουκ., κλπ.· Ὑδροφόροι ἦτο τὸ ὄνομα τραγῳδίας τινὸς τοῦ Αἰσχύλ. (Ἀποσπ. 219 κἑξ.), καὶ τοῦ Σοφ. (Ἀποσπ. 597 κἑξ.)· - ἐκαλοῦντο δὲ Ὑδροφόροι γυναῖκες ὑπηρετοῦσαι ἐν τῷ ναῷ τῶν Βραγχιδῶν ἐν Μιλήτῳ, Συλλ. Ἐπιγρ. 2885 κἑξ., πρβλ. ὑδροφορέω, ΙΙ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὑδροφόρους· ὑδρορρόους».