θελκτήριον: Difference between revisions
(13_6a) |
(6_21) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1193.png Seite 1193]] τό, Zaubermittel, Alles, was einen zauberhaften, wunderbaren Reiz hat, zauberhafte Gewalt auf die Gemüther ausübt; vom Zaubergürtel der Aphrodite, [[ἔνθα]] δέ οἱ θελκτήρια πάντα τέτυκτο, Il. 14, 215; π ολλὰ γὰρ ἄλλα βροτῶν θελκτήρια [[οἶδας]], von Gesängen, Od. 1, 337; καὶ ἐάαν μέγ' [[ἄγαλμα]] θεῶν [[θελκτήριον]] εἶναι, was die Götter erfreu't, gewinnt, 8, 509; γλώσσης ἐμῆς [[μείλιγμα]] καὶ [[θελκτήριον]] Aesch. Eum. 846; πόνων θελκτήρια, Linderungsmittel, Ch. 659; Nic. Ti. 865; von den Todtenopfern, ἃ νεκροῖς θελκτήρια κεῖται, Eur. I. T. 166. Eigtl. neutr. von | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1193.png Seite 1193]] τό, Zaubermittel, Alles, was einen zauberhaften, wunderbaren Reiz hat, zauberhafte Gewalt auf die Gemüther ausübt; vom Zaubergürtel der Aphrodite, [[ἔνθα]] δέ οἱ θελκτήρια πάντα τέτυκτο, Il. 14, 215; π ολλὰ γὰρ ἄλλα βροτῶν θελκτήρια [[οἶδας]], von Gesängen, Od. 1, 337; καὶ ἐάαν μέγ' [[ἄγαλμα]] θεῶν [[θελκτήριον]] εἶναι, was die Götter erfreu't, gewinnt, 8, 509; γλώσσης ἐμῆς [[μείλιγμα]] καὶ [[θελκτήριον]] Aesch. Eum. 846; πόνων θελκτήρια, Linderungsmittel, Ch. 659; Nic. Ti. 865; von den Todtenopfern, ἃ νεκροῖς θελκτήρια κεῖται, Eur. I. T. 166. Eigtl. neutr. von | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''θελκτήριον''': τό, = θέλγητρόν, [[θέλκτρον]], ἐπὶ τοῦ κεστοῦ τῆς Ἀφροδίτης, [[ἔνθα]] τέ οἱ θελκτήρια πάντα τέτυκτο Ἰλ. Ξ. 215˙ ἐπὶ ἡρωϊκῶν ᾀσμάτων, βροτῶν θελκτήρια Ὀδ. Α. 337˙ θεῶν [[θελκτήριον]], [[μέσον]] τέρπον, καταπραΰνον τοὺς θεούς, Θ. 509˙ πόνων θελκτήρια, μέσα πρὸς ἐλάφρυνσιν κόπων, Αἰσχύλ. Χο. 670˙ γλώσσης ἐμῆς [[μείλιγμα]] καὶ θ. ὁ αὐτ. Εὐμ. 886˙ νεκροῖς θελκτήρια, ἐπὶ ἐναγισμάτων προσφερομένων εἰς τὰς ψυχὰς τῶν τεθνεώτων, Εὐρ. Ι. Τ. 166˙ ψυχῆς θ. Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 23. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:07, 5 August 2017
English (LSJ)
τό,
A charm, spell, of the girdle of Aphrodite, ἔνθα τέ οἱ θ. πάντα τέτυκτο Il.14.215; of heroic lays, βροτῶν θελκτήρια Od.1.337; θεῶν θ. 8.509; πόνων θελκτήρια means of lightening toil, A.Ch.670 (s. v.l.); γλώσσης ἐμῆς μείλιγμα καὶ θ. Id.Eu.886; νεκροῖς θελκτήρια, of offerings to the Manes, E.IT166 (lyr.); ψυχῆς θ. Men. 559.
German (Pape)
[Seite 1193] τό, Zaubermittel, Alles, was einen zauberhaften, wunderbaren Reiz hat, zauberhafte Gewalt auf die Gemüther ausübt; vom Zaubergürtel der Aphrodite, ἔνθα δέ οἱ θελκτήρια πάντα τέτυκτο, Il. 14, 215; π ολλὰ γὰρ ἄλλα βροτῶν θελκτήρια οἶδας, von Gesängen, Od. 1, 337; καὶ ἐάαν μέγ' ἄγαλμα θεῶν θελκτήριον εἶναι, was die Götter erfreu't, gewinnt, 8, 509; γλώσσης ἐμῆς μείλιγμα καὶ θελκτήριον Aesch. Eum. 846; πόνων θελκτήρια, Linderungsmittel, Ch. 659; Nic. Ti. 865; von den Todtenopfern, ἃ νεκροῖς θελκτήρια κεῖται, Eur. I. T. 166. Eigtl. neutr. von
Greek (Liddell-Scott)
θελκτήριον: τό, = θέλγητρόν, θέλκτρον, ἐπὶ τοῦ κεστοῦ τῆς Ἀφροδίτης, ἔνθα τέ οἱ θελκτήρια πάντα τέτυκτο Ἰλ. Ξ. 215˙ ἐπὶ ἡρωϊκῶν ᾀσμάτων, βροτῶν θελκτήρια Ὀδ. Α. 337˙ θεῶν θελκτήριον, μέσον τέρπον, καταπραΰνον τοὺς θεούς, Θ. 509˙ πόνων θελκτήρια, μέσα πρὸς ἐλάφρυνσιν κόπων, Αἰσχύλ. Χο. 670˙ γλώσσης ἐμῆς μείλιγμα καὶ θ. ὁ αὐτ. Εὐμ. 886˙ νεκροῖς θελκτήρια, ἐπὶ ἐναγισμάτων προσφερομένων εἰς τὰς ψυχὰς τῶν τεθνεώτων, Εὐρ. Ι. Τ. 166˙ ψυχῆς θ. Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 23.